United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άκουσε ο Πανάγος αμέσως την προσταγή. Έκαμε τρεις φορές το σταυρό του, φίλησε το Βαγγέλιο, κατόπι το χέρι του Ιερέα, και τέλος γυρίζοντας κατά το Μιχάλη ανοίγει τα χέρια του και τον αγκαλιάζει και τονε φιλάει και τονε λούζει με τα δάκριά του, φωνάζοντας πως είνε αθώος, κι' ας το πιστέψουν όσοι πιστεύουνε Χριστό και Βαγγέλιο. Έμειναν οι δυο τους αγκαλιασμένοι και δακριοπερεχυμένοι κάμποση ώρα.

Τοιαύτη και ολόκληρος η προτελευταία του ποιήματος στροφή, ήτις έπρεπεν ίσως να ήναι τελευταία: Κάμνει στεφάνια το νερό που εκτείνονται πλαταίνουν Και στα ποδάρια του Αλή να ξεψυχήσουν πγαίνουν. Λες και το κύμα τη νεκρή σα νύφη του αγκαλιάζει Και με στεφάνια από νερό το γάμο του γιορτάζει κτλ.

Σα να είτανε βαριεστημένος ο κόσμος από τα δυστυχήματα κι από Θεούς που δεν τον παρηγορούσαν, και πιάστηκε από την αγάπη του Χριστού με την ίδια τη λαχτάρα που αγκαλιάζει μισοπνιγμένος πλεούμενο ξύλο. Ζητήσανε στην αρχή να φυλάξουν τη νέα θρησκεία μέσα στην Ιουδαία μονάχα, και να κλείσουν απέξω τους ξένους.

Ένοιωσε μέσα στα χέρια του τα στεγνά χέρια της θείας και με φόντο τον μαύρο τοίχο είδε το χλωμό πρόσωπο και τα μάτια σαν μαργαριτάρια της Γκριζέντα. Έπειτα όλες οι γυναίκες τον περικύκλωσαν, τον κοίταζαν, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν. Η ζεστασιά από τα σώματά τους σαν να τον διέγειρε∙ χαμογέλασε, του φάνηκε ότι βρισκόταν στο μέσο μιας μεγάλης οικογένειας και άρχισε να τους αγκαλιάζει όλους.

Ε, μονάχα η θέα της Κυνεγόνδης θα μπορούσε να τον εκπλήξη και τον χαροποιήση περισσότερο. Λίγο έλειψε να τρελαθή από χαρά. Αγκαλιάζει τον αγαπημένο του φίλο. — Η Κυνεγόνδη είν' εδώ, χωρίς άλλο; Πού είναι; Πήγαινέ με κοντά της, για ν' αποθάνω από χαρά! — Η Κυνεγόνδη δεν είν' εδώ, είπεν ο Κακαμπός· είναι στην Κωσταντινούπολη. — Α! ουρανέ! στην Πόλη!

Την ώρα που γλυκοσβυούν τα χρώματα και πεθαίνουν οι μορφές της ζωής, η Πεντάμορφη ντύνεται με το μαγνάδι της σιγαλιάς και κατεβαίνει στο μεγάλο περιβόλι. Τα λουλούδια ανατριχιάζουν τριγύρω της, το σκοτάδι την αγκαλιάζει γλυκά και οι πεταλούδες έρχονται και κοιμούνται μέσα στα ξανθά της τα μαλλιά.

Και μπαίνει πριν αφτοί τον δουν... ζυγώνει... τ' αγκαλιάζει τα διο του ο γέρος γόνατα και του φιλάει τα χέρια, φριχτά αντροφάγα, που πολλούς τούχανε γιους σπαράξει, 479 κι' εκεί γονατιστός του λέει με περικάλια, μ' όρκους 485 «Γέρο όπως είμαι εγώ γονιό, θεόμορφε Αχιλέα, έχειςθυμήσουστη μπαστιά των έρμων γερατιώνε.

Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.