United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν περνούσε κανείς∙ τριγύρω βασίλευε σιωπή και μέσα στο σπίτι η ντόνα Ρουθ ήταν σαν νεκρή. Η Νοέμι δεν ξέχασε ποτέ εκείνη τη στιγμή της αναμονής την ώρα του δειλινού που της φαινόταν να είναι το δειλινό της ίδιας της της ζωής. Όρθια επάνω στις σπασμένες πέτρες του κατωφλιού πρόβαλε προς τα έξω και νόμιζε πως περίμενε ένα μυστηριώδες ον, σωτήρα και τιμωρό ταυτόχρονα.

Βαριά θα βόγγαε ο Πηλιάς, ο γερο-αλογολάτης, 125 των Μυρμιδόνων μαχητής και γνωμοδότης άξιος, πούχερε τόσο σπίτι του ρωτώντας με μια μέρα, και μάθαινε κάθε Αχαιού τη φύτρα, την πατρίδα· τώρα όλοι ομπρός στον Έχτορα αν μάθαινε πως τρέμουν, πολλές φορές θα σήκωνε στον ουρανό τα χέρια, 130 να κατεβεί οχ τα στήθια του νεκρή η ψυχή στον Άδη.

Και απάνω στα τουμπανιασμένα πτώματα, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα και αναμπαιχτικά, τα όρνια καλοκαθισμένα εβύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα, έτρωγαν κ' εμασούσαν λαίμαργα και μόλις στον κρότο του επέταξαν κράζοντας, σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενόχλησε στο πλούσιο φαγοπότι. Αρχίζει τόρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο.

Κει που τήραε λόγυρά της Το Λιοντάρι απ' ομπροστά της 1045 Να διαβή άξαφνα θωρεί· Κι' αφορμής καμμιά φορά άλλη Δεν το ίδε, τόση ζάλη, Και τρομάρα δυνατή Την καρδιά της κυριεύει, 1050 Που νεκρή με μιας κοντεύει Καταγής να σωριαστή. Δεύτερη φορά συμβαίνει, Σ' άλλο μέρος το ανταίνει, Και με φόβο σταματάει· 1055 Μον σαν πρώτα δεν τη σκιάζει· Και να το χαμοκυττάζη Όλο σαν αποκοτάει.

Είπε ότι το έδωσες εσύ στο αφεντικό της. Στο σπίτι ήταν η θεία Ρουθ και η θεία Νοέμι, ενώ η θεία Έστερ είχε πάει στις παρακλήσεις. Πήραν το καλάθι, ευχαρίστησαν την υπηρέτρια και της έδωσαν και φιλοδώρημα. Μετά όμως η θεία Νοέμι λιποθύμησε. Η θεία Ρουθ όμως την πέρασε για νεκρή και έβαλε φωνή.

Όλα η καθαρέβουσα τα φταίει, που είναι γλώσσα νεκρή, κ' έτσι τα ίδια λάθια, ίσως μάλιστα πιο χοντρά, γίνουνται ακόμη και σήμερις, όχι μόνο στο λαό, σα μισομάθη δασκάλικους τύπους, μα και στους δασκάλους τους ίδιους, στους πιο περίφημους όπως και στη συνηθισμένη την καθαρέβουσα. Κατηγορούμε μονάχα τη γλώσσα που γράφουνε.

Πέρα βαθειά ο Ιορδάνης εστέναζε μέσα στη χαλικοστρωμένη κοίτη κ' ετάραζε προσμένοντας με ανυπομονησία και τρόμο το ένθεο κορμί που θ' άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη που την εσκέπαζε σκοτεινιά και φρίκη, σαν κατάρατο πνεύμα εβρυχόταν η Νεκρή Θάλασσα, λέγεις και είχεν ακόμη στοιχειά μέσα τις κακές βουλές και τ' ανόσια καμώματα εκείνων που εκατοικούσαν άλλοτε τα Σόδομα και τα Γόμορα.

Κοίταξε όμως γνώση: Τη νεκρή τη γλώσσα, πολεμούμε να τη ζωντανέψουμε, και τη ζωντανή τη μουσική, να την πνίξουμε μες στη φράγκικη! Για να πολιτισθούμε, όλα μας πρέπει ναλλάξουν. Η Μουσική μας πρέπει νάρθη από την Ευρώπη, κ' η γλώσσα μας από την Αρχαιότητα.

ΑΔΜΗΤΟΣ Σιώπησε! Συ ετόλμησες να πης αυτά τα λόγια; ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τι; Ποτέ δεν σκέπτεσαι να παντρευτής; θα μείνης χήρος για πάντοτε; ΑΔΜΗΤΟΣ Καμμιά γυναίκα δεν υπάρχει που νάρθη το κρεββάτι μου να μοιρασθή μαζή μου. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι περιμένεις απ' αυτό να ωφεληθή η νεκρή σου; ΑΔΜΗΤΟΣ Όπου κι' αν είναι της χρωστώ να την τιμώ. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν λέω βέβαια είσ' αξιέπαινος. Αλλ' όμως είναι τρέλλα.

Η Αλπού σε κάπια μέρη, Που μια ημέρα γύραις φέρει, Και θροφή ζητάει να βρη, Κει που τήραε λογυρά της Το Λιοντάρι απ' ομπροστά της Να διαβή άξαφνα θωρεί. Κι' αφορμής καμμιά φορά άλλη Δεν το ίδε· τόση ζάλη, Και τρομάρα δυνατή Την καρδιά της κυριεύει, Που νεκρή με μιας κοντεύει Καταγής να σωριαστή.