United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξεχνούσε την ηλικία της, τη μορφή της, την ουσία της∙ της φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένη κάτω από καθάρια νερά σ’ ένα πυκνό δάσος και πως έβλεπε μια φιγούρα να σκύβει για να πιει, να πιεί πάνω από το στόμα της: ήταν ο Τζατσίντο, αλλά ήταν κι εκείνη, η Νοέμι ζωντανή, διψασμένη για αγάπη: ήταν ένα μυστηριώδες πνεύμα που ρουφούσε όλο το νερό της πηγής, όλη τη ζωή από το στόμα της, τόσο άσβεστη ήταν η δίψα του∙ και ύστερα ξάπλωνε στην κοιλότητα της κρήνης, μες στο πυκνό δάσος, και σχημάτιζε μαζί της ένα ενιαίο ον.

Φοβόταν μήπως οι κυράδες του τού βάλουν τις φωνές. ΄Ηξερε ότι αυτό που έκανε ήταν σοβαρό, ίσως λάθος, αλλά δεν μετάνιωνε. Ένα μυστηριώδες χέρι λες και τον έσπρωξε κι εκείνος ήξερε πως όλα όσα γίνονταν έτσι, κάτω από μια υπερφυσική δύναμη, ήταν πράξεις καλές. Περίμενε τον Τζατσίντο μέχρι αργά. Τ’ ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε την κοιλάδα και η νύχτα ήταν τόσο φωτεινή που ξεχώριζε η σκιά κάθε βλαστού.

Όλα τα στοιχειά και τα τέρατα τινάχτηκαν από τον ύπνο και χόρευαν μες στο σκοτάδι, παίρνοντάς τον στο κατόπι και περιτριγυρίζοντάς τον. Και να τον πάλι να περιμένει, αλλά ο Τζατσίντο είχε κι εκείνος πάρει τη μορφή ενός τέρατος, λες και τα πνεύματα της νύχτας τον είχαν πάρει μαζί τους στο μυστηριώδες βασίλειό τους κι εκείνος γύριζε από εκεί φρικτά παραμορφωμένος. Καλύτερα να μη γύριζε ποτέ.

Τις νύχτες με φεγγάρι ιδιαίτερα, όλο εκείνο το μυστηριώδες πλήθος δίνει ζωή στους λόφους και στις κοιλάδες. Ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να το ενοχλήσει με την παρουσία του, έτσι όπως τα πνεύματα τον σεβάστηκαν όσο κρατούσε η πορεία του ήλιου. Είναι ώρα λοιπόν ν’ αποσυρθεί κανείς και να κλείσει τα μάτια κάτω από την προστασία του φύλακα αγγέλου.

Ήτο ήδη μεσονύκτιον, νυξ βαθεία, και η Αφέντρα, από την βαθείαν εκείνην σιγήν, από τους αμυδρούς εκείνους κρότους, τους τόσον λεπτούς, ώστε αδυνατεί τις να εννοήση αν είνε της ακοής ή της φαντασίας, από το αόριστον εκείνο και μυστηριώδες και ανεξήγητον θέλγητρον, χωρίς επί στιγμήν να νυστάξη, ησθάνετο ότι είνε παράωρα. Νυξ μακρά του Δεκεμβρίου, χρόνος η νύκτα.

Δεν περνούσε κανείς∙ τριγύρω βασίλευε σιωπή και μέσα στο σπίτι η ντόνα Ρουθ ήταν σαν νεκρή. Η Νοέμι δεν ξέχασε ποτέ εκείνη τη στιγμή της αναμονής την ώρα του δειλινού που της φαινόταν να είναι το δειλινό της ίδιας της της ζωής. Όρθια επάνω στις σπασμένες πέτρες του κατωφλιού πρόβαλε προς τα έξω και νόμιζε πως περίμενε ένα μυστηριώδες ον, σωτήρα και τιμωρό ταυτόχρονα.

Ο βεζύρης εθαύμασε το φαινόμενον, και λέγει· τούτο βέβαια είναι πράγμα μυστηριώδες, και πρέπει να το φανερώσω καταλεπτώς εις τον βασιλέα· και ευθύς επρόσδραμεν εις τον βασιλέα και του διηγήθη όλον το τερατώδες φαινόμενον καταλεπτώς.

Άρχισε να το διαβάζει, με το πανί κρεμασμένο στο μπράτσο και τα μάτια ακόμη υγρά από τα δάκρια της αγάπης. «Εν ονόματι της Μεγαλειότητός του Βασιλέως ….» Το χαρτί είχε κάτι το μυστηριώδες και φοβερό: έμοιαζε να προέρχεται από κάποια δύναμη του κακού. Σιγά σιγά, όσο διάβαζε και καταλάβαινε, η Νοέμι νόμιζε ότι ονειρεύεται. Πήγε πάλι να καθίσει και ξαναδιάβασε καλύτερα.

Εκράτει, ως είπομεν, δέμα μεταξύ των δύο χειρών του. Αι χείρες αύται ωμοίαζον προφανώς η μία με σφύραν και η άλλη με άκμονα. Ο άνθρωπος ούτος ενεποίησε παράδοξον εντύπωσιν εις τον Βράγγην. Έρριψεν άπληστα βλέμματα επ' αυτού. Δεν ήτο συνήθης οδοιπόρος, δεν ήτο απλούς παροδίτης. Τα πάντα ενέφαινον πολύ το μυστηριώδες και το αλλόκοτον εν αυτώ.

Ως από όνειρον οδυνηρόν και μυστηριώδες τον αποσπά έξαφνα η ωραία μορφή της Οφηλίας. Η παρουσία της από ένα μέρος ανοίγει την πληγήν της καρδίας του, την οποίαν απεφάσισε να κλείση διά πάντοτε εις την αγάπην, και από το άλλο εξυπνά την προς το γυναίκειον γένος αποστροφήν, η οποία εγεννήθη εις την ψυχήν του από την διαγωγήν της μητρός του.