United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μελίμηνα του ανδρογύνου επικράνθησαν από τον θάνατον του αδελφού, του προικοδότου και χορηγητού. Ο Γρηγόρης εξηκολούθει επί πολύν καιρόν ακόμη να ζητή τας χιλίας δραχμάς και να παραπονήται κατά της συζύγου του ότι αύτη του είχεν ειπεί ψεύδος. Πλην η Αφέντρα ισχυρίζετο ότι δεν του είπε ποτέ το στόμα ότι είχε λάβει τα χρήματα εκείνα.

Εισήλθον εις τον περίβολον διά να ίδη η χήρα τον τάφον, και δείξη τούτον, ως αξιοπερίεργόν τι, εις την μικράν Ανεψιάν της. — Να, Αφέντρα μου, κύτταξε πού θα με βάλουν! Η κόρη εκύτταξε με άκακον περιέργειαν και αφοβίαν. — Τι ώμορφο ταφάκι, που θάχης, θεια, είπε· μικρούτσικο . . . — Μου πήραν μέτρο, είπεν η γραία, μα δεν ξέρω, αν θα μούρχεται ίσα-ίσα.

Είπαν να κοιμηθήτε, και τώρατώρα θαρθή ο Αγάλλος μαζί με τη θεια-Συνοδιά να σας ξυπνίσουν, να σηκώσουν και τα παιδιά, να πάτε να μεταλάβετε. Καλή νύκτα κι' αύριο με υγεία. Μόλις η Αφέντρα επρόφθασε να κλέψη έναν ύπνον, και εκρούσθη η θύρα του νερόμυλου. Ήτον ο Αγάλλος και η θεια-Συνοδιά.

Και της έκαμναν προικιά και πανωπροίκια. Διά τούτο και ενίκησεν αυτή. Άμα ενύκτωσεν, η Αφέντρα ήναψε τον λύχνον, έκλεισε την πόρταν της και πλύνασα τα αγρολάχανα, τα έβαλεν εις το μικρόν χάλκωμα, έχυσε νερόν εντός, έρριψε ξηρά ξύλα εις την εστίαν, και ανεβίβασε το χάλκωμα εις την πυροστιάν· είτα ήρχισε να φυσά το πυρ.

Δεν έχεις τίποτε, Αφέντρα μου· τώρα είσαι καλά . . . Και πού νάρθη, από την Αμέρικα ο Θανάσης μας! . . . να σου φέρη όλα τα καλούδια . . . και θα φέρη λίρες, λίρες με την ουρά . . . να σε στολίσω, να σε κάμω νύφη . . . Εκατό λίρες θα βάλω κολλαΐνα 'πάνω στα στήθεια σου, στο γάμο, που θα φορής το στεφάνι . . . να καμαρώνης, να σε ζηλεύουν όλοι!

Και η Αφέντρα, κ' εκείνη, εμβλέπουσα εν τη μοναξία μέσα της, καθημένη απέναντι εις το ωραίον εικόνισμα, το Τριμόρφι, ησθάνετο την ανάγκην ν' ανακουφίση την συνείδησίν της.

Αίφνης ακούει το πρώτον λάλημα του αλέκτορος. Ο πετεινός, όστις με επτά όρνιθας εκοιτάζετο εις μικρόν διάφραγμα όπισθεν της μυλόπετρας και της χοάνης του αλεύρου, ως πασάς εις το χαρέμι του, είχεν αισθανθή την ώραν και εξέβαλε την συνήθη κραυγήν του. Η Αφέντρα, ήτις είχεν αρχίσει ν' αποναρκούται ήδη, χωρίς να κατακλιθή, αποτόμως εξύπνησε.

Αφού ο ιερεύς επέρανεν αναγινώσκων όλα τα Τετραβάγγελα, υπεράνω της κορυφής της, η Αφέντρα έδειξε σημεία βελτιώσεως. Μετά τρεις εβδομάδας αι πένθιμοι εικόνες εξηλείφοντο μικρόν κατά μικρόν από τον νουν της. Η μητέρα επροσπάθει να την κάμη να φαιδρυνθή.

Έκρουον έξωθεν την θύραν, εις την οποίαν είχε βάλει τον σύρτην έσωθεν η Αφέντρα, καθώς συνήθιζεν, όταν ήτο εις τον νερόμυλον μόνη με τα παιδάκια της. Η Αφέντρα με κίνημα χαράς εσηκώθη, έλαβε τον λύχνον, κατέβη τας τεσσάρας βαθμίδας της ξυλίνης κλίμακος, δι' ης ανήρχετο τις από το έδαφος του μύλου εις τον θάλαμον, κ' επήγε ν' ανοίξη την εξωτερικήν θύραν. Τα παιδία σκιρτώντα έτρεξαν κατόπιν της.

Η Αφέντρα ιδούσα την μητέρα της ελθούσαν αντί του συζύγου, υπέθεσεν ότι ο τελευταίος θα είχε μείνει εις την πολίχνην να διανυκτερεύση, όπως ενίοτε έκαμνε, και δεν επαραξενεύθη πολύ. Αλλ' άμα ανέβησαν εις τον θάλαμον, η γρηα-Συνοδιά ιδούσα ότι έλειπεν ο Αγάλλος ηρώτησε·Πού είνε ο άντρας σου; Η Αφέντρα την εκύτταξεν εν απορία. — Δεν τον άφηκες στο χωριό;