Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Λοκμάδες η πρώτη, τηγανίτες η δεύτερη. Σε οκτώ ημέρας πάλιν του Αγίου Βασιλείου, βασιλόπητα η μία, βασιλόπητα η άλλη. Ήρχετο πάλιν η Λαμπρή, χαμαλιά εκείνη, μπακλαβά αυτή. Ήρχετο του Αγίου Αγαθονίκου, μπακλαβά η Σμαράγδω, μπακλαβά η Αφέντρα. Και δος του η Μπονώραινα η επιτηδεία τεχνίτις χαμαλιά, και δος του μπακλαβάδες.

Η Αφέντρα, ήθελε κι' αυτή να ενδυθή ξενικά, όσω μάλλον ό,τι εσώζετο ακόμη εκ της νυμφικής στολής της μακαρίτιδος Ελένης, με της οποίας το κυριώτερον μέρος είχον ενδύσει την νεκράν, δεν ήθελε να το φορέση, ένεκα προλήψεων.

Κατόπιν τα σκαρώνει πάλιν με την άλλην, και γυρίζει πίσω την αρραβώνα εις αυτήν. Ακολούθως πετά τα σημάδια της Σμαράγδως και τα σάζει πάλιν με την Αφέντραν. Και ήτον εύμορφος γαμβρός, να έχη ζωήν, και τον αγαπούσαν και η δυο. Από την άλλην ήτο βεβαίως πλέον εύμορφος, εφρόνει η Αφέντρα, άσπρος, γαλανός, κοκκινοροϊδίτης.

Ναι, είπεν ο Θανάσης, όστις επείθετο ευκόλως εις ό,τι του έλεγον όλοι και μάλιστα ο Στάθης. — Βέβαια, επέφερεν ο Στάθης, με αυτόν τον τρόπον, θ' αποδείξη κι' αυτός πως μας εμπιστεύεται, όπως τον εμπιστευτήκαμε κ' εμείς. Άμα εξήλθεν ο πρωτότοκος αδελφός, εισήλθεν η Αφέντρα. Αύτη επλησίασεν εις την κλίνην του Θανάση, και ήρχισε να τον θωπεύη και να του γλυκομιλή.

Εγώ ήρθα ξαργούγια να σε σηκώσω ταχιά το πουρνό, να σε πάω στον ·Άι-Λια, να σε μεταλάβω, κορίτσι μου . . . — Κ' εμένα, κ' εμένα! έκραξεν ο Μανώλης. — Κ' εσένα, μικρέ μου . . . — Θα έχη λειτουργιά αύριο στον Άι-Λια; ηρώτησε λησμονήσασα προς στιγμήν την ανησυχίαν της η Αφέντρα.

Έμεινε τώρα, μία κόρη, η Αφέντρα, η τελευταία. Η μήτηρ της την είχε πλέον «χαδούλα και χαδιάρα», και αι εξαδέλφαι της μητρός της δεν ανησύχουν πολύ δι' αυτήν. Η Ασημήνα έτρεφε μητρικήν φιλοδοξίαν, την οποίαν ηρέσκετο να σχετίζη με τον καϋμόν της διά την αποδημίαν του υιού, κ' έβλεπε ξυπνητά τα όνειρα εν σχέσει προς την μέλλουσαν λαμπράν και ένδοξον εκ της Αμερικής επάνοδον εκείνου.

Δεν απέρασες από την Παναΐά, πρωτήτερα, που ηρχόσουν κάτω; — Όχι! — Ούτ' εγώ. Πάμε να ιδούμε; — Πάμε! Η Αφέντρα επερίμενεν εις τον νερόμυλον, ζαρωμένη παρά την εστίαν πλησίον των παιδίων της κοιμωμένων.

Μάννα! τι λέει η μαννού; έκραξε βάλλουσα τα κλάμματα η Λενιώ. Τον πατέρα τον επλάκωσε το χιόνι . . . . κ' εμάς θα πέση η σκεπή να μας πλακώση! — Σιώπα! σιώπα! μην κλαις, παιδί μου, έκραξεν η Αφέντρα, έτσι το είπε, η μαννού . . . μη φοβάσαι, κι' ο πατέρας τώρα θαρθή να σου φέρη και κοφέτα . . . — Σιώπα, Λενιώ μου! είπε και η γραία.

Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου φιλήσωμε το χέρι κ' εγώ κι' ο Γρηγόρης . . . ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά; . . . . χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα . . . Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; αποκάτ' απ' το προσκέφαλό σου τάχεις;

Γυναίκα μου, κυρά μου, αφέντρα μου! να τα φορής να χαίρεσαι· της είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνεια όταν την είδε λαμπροστολισμένη σαν την Ηλιογέννητη. Αν δεν σου φτάνουν αυτά, σου παίρνω κι' άλλα. Κι' αν δεν αρκούν κ' εκείνα, πουλώ και τη γολέτα μου να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά. Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνον απόμεινε κυτάζοντας λαίμαργα τα φανταχτερά ρούχα της.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν