United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμεινε τώρα, μία κόρη, η Αφέντρα, η τελευταία. Η μήτηρ της την είχε πλέον «χαδούλα και χαδιάρα», και αι εξαδέλφαι της μητρός της δεν ανησύχουν πολύ δι' αυτήν. Η Ασημήνα έτρεφε μητρικήν φιλοδοξίαν, την οποίαν ηρέσκετο να σχετίζη με τον καϋμόν της διά την αποδημίαν του υιού, κ' έβλεπε ξυπνητά τα όνειρα εν σχέσει προς την μέλλουσαν λαμπράν και ένδοξον εκ της Αμερικής επάνοδον εκείνου.

Ήρθε το ηλιοβασίλεμα και η γαλαζορόδινη θάλασσα, ζωντανή, αισθαντική, χαδιάρα, κούραζε πιο πολύ ακόμη το Ρένα. — Νάμαι ξαπλωμένος στη στεριά! στέναξε. — Κι' ούτε να τη βλέπω στα μάτια μου τη θάλασσα, έκανε σαν απήχηση η φωνή κάποιου ναύτη δίπλα του. Ώμορφες οι σημαίες των ολόγυρα καραβιών ανακατεύανε το χρώμα τους με το χρώμα τ' ουρανού και της θάλασσας.

Η Μαριανθούλα τότε πετάχτηκε από τον τοίχο, που στέκονταν, και ρίχτηκε στην αγκαλιά της βάβως της, κι' αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά, της είπε: — Μη βαβούλω μου, κλαις και μη λες τέτοια λόγια! Μη λες πως θα πεθάν'ς!... Εγώ δε θέλω να πεθάν'ς!.. Η γριά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της είπε: — Καλά ψυχή μ'! Καλά χαδιάρα μ'! Δεν πεθαίνω. Σου είπα πότε θα πεθάνω.