United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να πατήσω μια στο κατάστρωμα, έλεγα, και δουλειά όση θέλεις. Και αληθινά ερρίχθηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιγνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, πρώτος ανέβαινα. Ίσως ο θείος μου ήθελε να παιδευτώ από την αρχή, να μάθω τους άμετρους κόπους του ναύτη και να μετανοήσω.

Είδα την κάμαρη του καπετάνιου ομορφοστολισμένη με τον Άγιο Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις απλές κουβέντες τους, αισθάνθηκα τη ξυνή μυρουδιά τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου πάλι μελαγχολικό πουλάκι εκάθησεν απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να λέγη με αρμονία υπέρθεη του ναύτη τη ζωή.

Ήταν έν' αργαστήρι, μεγάλο αργαστήρι απ' όλες τις τέχνες της ζωής. — Μπα!... έκαμε κείνος ανοίγοντας τόσα τα μάτια του. — Μάλιστα· κι αν δεν πιστεύης άκουσε. Πήρε ένα μικρό χερόγραφο κι άρχισε να διαβάζη αργά και δυνατά: — Στις άλλες πολιτείες όλοι όσο μπορούνε χρηματολογούν· ποιος κάνει το γεωργό, ποιος το ναύτη, ποιος τον έμπορο· άλλοι πάλε ζουν από την τέχνη τους ...

Αυτοί σου παράδωκαν τη λαμπάδα να τη φυλάξης απ' τους ανέμους, αγαπημένε. Κι' εσύ που την έκλεισες μέσ' τη σιωπή σου, καταφρονώνταςωιμέ! — τη νειότη σου και τη στοργή μας, προχώρησε στο Δημιουργό μπροστά, και στήσε το θρίαμβο της φλόγας σου! Τους παλμούς σου βλέπω μέσα στη νύχτα φάρετην έγνοια σου για το ναύτη και τον τυχοδιώκτη!

Υποκείμενο αλήθεια! Είπεν ο παππά Κύριλλος. — Μα τι γυρεύεις από άθρεπο που, μαζή με τη μάννα του, εστάθηκεν αιτία να χαθή ο καϋμένος ο πατέρας του, ο καλός άθρεπος και ο λαμπρός εκείνος ναύτης. — Αλήθεια, είπεν ο παππά Κύριλλος, ήκουσα κ' εγώ αυτή την ιστορία του ναύτη, μα μόνο άκρες μέσες. Τη στιγμή εκείνη η γυναίκα του μπακάλη τον εφώναξε μέσα.

Κάποια βήματα δίπλα του τον σταματήσανε πάνω στο παραλήρημά του. — Δε μουρμουρίζει έτσι ο κόσμος, τούπε η φωνή του συντρόφου του ναύτη γραφέα. Δω πέρα όλοι, κι' εγώ ακόμα, είμαστε υποκείμενοι να τιμωρηθούμε. Στρατιώτες είμαστε. — Δε σκεφτόμουνα την τιμωρία. — Άστα, άστα... Ξέρω γω τι σου λέω.

Το κοπλιμέντο των πέντε δακτύλων δεν παρεξένευεν ούτε θύμωνε κανένα. — Μωρέ, δυο γυναίκες! Άκουσεν έξαφνα μια φωνή δίπλα του βαθειά από την έκπληξη κι' από το θαυμασμό. Μαζί με τη φωνή γύρισε τα μάτια του. Είδε κάποιο ναύτη να δείχνει στη διεύθυνση της πλώρης. Ήτανε πραγματικά δυο γυναίκες κοντά σ' έναν υπαξιωματικό που τους μιλούσε και κινούσε τα χέρια του.

Αλλά και η υπομονή έχει τα όριά της και είνε πράγμα όπου λέγει ο άνθρωπος «ως εκεί και μη παρέκει· δεν βαστώ πιοΚαι αλήθεια το κακό επαραμεγάλωσε και η πονεμένη καρδιά του ναύτη δεν μπόρεσε να το χωρέση.

Ένα τορπιλλοβόλο μαύρο και χαμηλό ήταν αραγμένο καμιά πεντακοσαριά μέτρα μακριά από το μεγάλο θωρηκτό. Στο Ρένα το ναύτη φάνηκε καθώς το κύτταζεν έτσι σιωπηλό, τόσο έρημο και ξεχασμένο από τον κόσμο, ώστε όλη η λογική του δεν έφθασε να τον κάνει να πιστέψει στην πραγματικότητα του· και σκέφτηκε: — Τάχα να βρίσκονται άνθρωποι ίδιοι με μας κει μέσα; Πιο μακριά στο βάθος, η μεγάλη στεριά.

Υπήρχε πολλή υπακοή στον ήχο αυτό, κι' η σχέση ξύλινου ήχου με το σιδερένιο, ήτανε σχέση του ναύτη με τον αξιωματικό. Μέσα από το βάθος του καραβιού κόχλαζαν η ηλεκτρομηχανή, και γινότανε κάτι παρόμοιο με τον ήχο χύτρας που βράζει πλούσια η φασουλάδα.