United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όρισε, αποκρίθηκα στη φωνή, φίλησα την άρρωστη, πριν προφτάση να μεμποδίση, κιόταν γύρισα να φύγω διάκρινα το κεφάλι της μητέρας μου πάνω από το χαμηλό αυλόγυρο. — Επαδά 'σαι, μωρέ, πάλι; είπε η φωνή της μάνας μου πειο ξαγριωμένη. — Μη φοβάσαι, Βαγγελιό, πράμμα, είπα σιγά στην άρρωστη. Έπειτα έτρεξα έξω και στο δρόμο βρέθηκα μπροστά στη μάνα μου.

Κι' έφυγε ευχαριστημένος και κουνόντας το κεφάλι με οίκτο και ειρωνεία για το Ρένα. Ίσως να νόμισε πως του είχε δόσει μια πολύ σπουδαία κι' έξυπνη απάντηση. Οι ναύτες εξακολονθούσανε να παίζουνε και να δέρνουν αλύπητα το γίγαντα. Το χαμηλό του μυαλό δε μπορούσε να καταλάβει την κατεργαριά που του κάνανε, και τα κόκκινα μάτια του αδικημένου σκύλου φούσκωναν από κρυμένο παράπονο.

Τότε διέκρινε έξαφνα πράγμα, που ποτέ ακόμη δεν είχε ιδή εδώ· ένα καινούργιο χαμηλό σπίτι ήτο στηριγμένο εις τους βράχους.

Κι όταν έπιασαν στη στεριά κι αράξανε, δεν έκαναν κανένα κακό, παρά αρχίσανε λογής-λογής διασκέδασες· πότε μ' αγκίστρια κρεμασμένα από καλάμια με ψιλή πετονιά ψάρευαν πετρόψαρα από χαμηλό βράχο· πότε με σκυλιά και με δίκτυα πιάνανε λαγούς που έφευγαν από τ' αμπέλια εξ αιτίας του θόρυβου.

Ακούω έν' αηδόνι σε χαμηλό κλαδί να πικροκελαϊδή και η ψυχή μου λυόνει. Και γάιδαρος παρέκει αποσταμένος στέκει με φόρτωμα 'στή ράχη.. Θεέ μου, πως γκαρίζει! ποιος τάχατε γνωρίζει τι βάσανα να τάχη! Κι' εγώ για να ξεχάνω των στεναγμών τον δρόμο μου έρχεται να κάνω συχνά τον Αστρονόμο. Και λησμονών τα βάρη κυττάζω προς τον Άρη, και βλέπω προς τον Κρόνο για να περνώ τον χρόνο.

Άφωνοι κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον και σα στενοχωρημένοι από κάτι νέο, ανέλπιστο, που δε θέλαμε ούτε να το δούμε καν ή να το γνωρίσουμε, προχωρήσαμε αργά στο στενό μονοπάτι. Εκείνο που παρατηρήσαμε είταν πως το σπιτάκι του νησιού δεν είτανε τώρα πια σταχτί. Είτανε χρωματισμένο κόκκινο. Δεν είταν πια το πλατύ δίπατο χτίριο, μα ένα χαμηλό σπιτάκι στη μεριά, όπου έστεκε μια φορά η πρώτη κατοικιά μας.

Έφταιξα, ας με παιδέψη ο Νόμος. Τι να τηνέ κάνω τη ζωή; Είδα τη γλύκα της. Κι' αυτά που θα σου πω, πάρτα σαν παραμύθι. Έτσι για να τα θυμάσαι Τίποτ' άλλο... Ένα παραμύθι. Έδεσα τα χέρια μου και τον άκουγα. Είμαστε μοναχοί μας μέσα στο κατώγι Από το χαμηλό παραθύρι περάσανε δυο στρατιώτες, κυττάξανε μέσα μια ματιά και προσπέρασαν, σαν άνθρωποι συνειθισμένοι από τέτοια πράμματα.

Μπήκα κ' εγώ στο βαπόρι κι' άφησα δέκα φάσκελα πίσω μου. Πατρίδα μου λες! Είνε να ζήση άνθρωπος εκεί κάτω; Εγώ γεννήθηκα σε ξέσκεπο καλύβι. Συνήθισα να λέω την αλήθεια. Δε με σηκώνει αυτός ο αέρας... «Επληθύνθησαν αι ανομίαι», παιδί μου. Είχε σηκώσει τον κόσμο από τις φωνές. Οι ανθρώποι σταματούσαν και κύτταζαν στο χαμηλό παράθυρο. Έλα, φτάνει πια, Νικολάκη.

Αν δεν είχε δοκιμάση κι αυτή, σαν τη νιόνυφη, τη γλυκάδα της χαραγής του τραγουδιού, τάχα δεν την ωνειρεύονταν όμως; Ξάφνου σε μια λόξα της ρεμματιάς, απάνου στο γύρισμα του τραγουδιού μου, ακούω ένα σφιχτό ξεφωνητό και βλέπω τη δασκάλα να κατρακυλίζεται στο χαμηλό γκρεμό του βράχου. Μη παντέχετε πως ήτον αυτοκτονία. Κάθε άλλο.

Αν δεν είχε δοκιμάση κι αυτή, σαν τη νιόνυφη, τη γλυκάδα της χαραγής του τραγουδιού, τάχα δεν την ωνειρεύονταν όμως; Ξάφνου σε μια λόξα της ρεμματιάς, απάνου στο γύρισμα του τραγουδιού μου, ακούω ένα σφιχτό ξεφωνητό και βλέπω τη δασκάλα να κατρακυλίζεται στο χαμηλό γκρεμό του βράχου. Μη παντέχετε πως ήτον αυτοκτονία. Κάθε άλλο.