United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τα μάτια του. — Ο Θεός να μας λυπηθή να μας αναπάψη. Στον καφενέ, αμίλητοι όλοι, είχαν καρφώσει τα μάτια τους απάνω στον Μπαρμπα-Νικόλα και τον κύτταζαν. Βουρκωμένα τα μάτια ολωνών. Καθένας συλλογιζότανε τα δικά του τα χάλια. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτη από τον ουρανό. Ο ξένος γύρισε και κύτταξε ολοτρόγυρα.

Εκείνη ήπιε με μεγάλες ρουφηξιές, κ' έπειτα τώδωσε στον Τριστάνο, ο οποίος το άδειασε. Εκείνη τη στιγμή εμπήκε η Βραγγίνα και τους είδε που κύτταζαν ο ένας τον άλλο αμίλητοι, σαν ζαλισμένοι και σαν μαγεμένοι. Είδε μπροστά τους το μπουκαλάκι, σχεδόν άδειο, και το ποτήρι. Πήρε το μπουκαλάκι, έτρεξε στην πρύμη, το πέταξε στη θάλασσα και φώναξε θρηνώντας: «Δυστυχισμένη εγώ!

Κι ο νέος άντρας πάλι πιο γλήγορα ψυχραίνεται όσο βλέπει να μαραίνεται το ρόδο της λαχτάρας του και βλέπει γύρω του νανθούν οι κάμποι της ζωής και τα γλυκά λουλούδια να χαιρετούν τις πλάνες πεταλούδες. . . Όταν, το μεσημέρι, κατέβαινε ο Νίκος απ’ τον τροχιόδρομο στη στάση της Γαργαρέτας κ’ έπαιρνε τους ανηφορικούς δρόμους να πάη σπίτι του, ψηλά, κάτω απ’ το λόφο του Φιλοπάππου, γύριζαν και τον κύτταζαν τα κορίτσια στις πόρτες, που περίμεναν τους άντρες του σπιτιού ναρθούν απ’ τη δουλειά να φαν ψωμί.

Ο οδηγός κτύπησε το κουδούνι, κ' η γυναικούλα σηκώθηκε με χάρη, χαιρέτισε μ' ένα χαμόγελο τον μελαχροινόν κύριον και κατέβηκε απ' το λεωφορείο. Οι δυο επιβάτες γύρισαν απ' τα τζάμια και την κύτταζαν. Με το κεφάλι σκυμμένο πάντα τράβηξε το δρόμο που πήγαινε στο νεκροταφείο, το μεγάλο δρόμο με τα κυπαρίσσια. Ο πρώτος επιβάτης είπε στο δεύτερο: — Η καϋμένη.

Τα δυο παιδιά έπιασαν τα κουπιά, αβαράρησαν από το μπρίκι και άρχισαν να λάμνουν. Η βάρκα ερχότανε κατά το μέρος του καφενέ. Ο Μελιγκόνης, ο Πεφάνης και τα γεροντάκια κύτταζαν, ακούνητοι, καρφωμένοι, αμίλητοι, τη βάρκα που ζύγωνε. — Ο Μοναχάκης! Φώναξε πρώτος ο Μελιγκόνης με πιασμένη φωνή. — Ο Μοναχάκης! Το Μοναχάκη βγάζουν... Ο Μοναχάκης ανήμπορος! Καλότυχε Μοναχάκη, τι κακό σου ήρθε;

ΑΜΛΕΤΟΣ Αυτά δεν είναι καθόλου παράδοξα, όταν ο θείος μου είναι βασιλέας της Δανίας, κ' εκείνοι οπού τον εστραβο- κύτταζαν, όταν ο πατέρας μου εζούσε, δίδουν τώρα είκο- σι, σαράντα, πενήντα, εκατό δουκάτα διά να τον έχουν μικροζωγραφισμένον. Μα την ζωήν μου, εις όλα τούτα υ- πάρχει τι έξω της φύσεως, αν η φιλοσοφία ημπορούσε να το ανεύρη! ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ιδού οι ηθοποιοί.

Και τα μικρά παιδάκια τον κύτταζαν ολοτρόγυρα μ' ανοικτό το στόμα. Άλλος πάλι έλεγε πως τον είδε να κάθεται ώρες στη ρίζα ενός δένδρου, και να κυττάη τον ουρανό με τα μεγάλα παραπονεμένα μάτια του. Όταν περνούσε όμως βιαστικά από μέσα απ' τη χώρα, τα παιδιά τρέχανε από πίσω του. «Αι! Αι! ο τρελλός...» Ύστερ' από καιρόν ο τρελλός, όπως φανερώθηκε άξαφνα, έτσι άξαφνα και χάθηκε.

Και καθώς το κύτταζαν ακόμα, είδαν πως ήτον το πρόσωπο της Βεργινίας μες το φεγγάρι-Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα μεγάλο «Αχκαι πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε απ’ το σκαλοπάτι. . . . Γύρισ' η Λιόλια να μπη στην κάμαρη· η πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο : το φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι.

Οι ασβεστωμένοι Άγιοι . .Κι ο εκκλησιάρης, ένα γεροντάκι κοντοστούπικο μ' ένα πανωφόρι που τόσερνε στις πλάκες, πράσινο απ’ την παλιοσύνη κι όλο κεριά σαν τον ουρανό με τάστρα, με κάτι ψαρά γενάκια ολόγυρα στο κόκκινο μουτράκι του και γυαλιά σα δάσκαλος κ’ ένα σκουφί μαύρο καλογερικό στο κεφάλι, τις πήρε τις γυναίκες και τις πήγε μέσα στο ιερό και τους έδειξε μια μεγάλη Παναγία στον τοίχο, την «Πλατυτέραν των Ουρανών» με το Χριστό στα χέρια που κύτταζαν κ' οι δυο σοβαρά και μ’ ουράνια γλύκα.