United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο οδηγός κτύπησε το κουδούνι, κ' η γυναικούλα σηκώθηκε με χάρη, χαιρέτισε μ' ένα χαμόγελο τον μελαχροινόν κύριον και κατέβηκε απ' το λεωφορείο. Οι δυο επιβάτες γύρισαν απ' τα τζάμια και την κύτταζαν. Με το κεφάλι σκυμμένο πάντα τράβηξε το δρόμο που πήγαινε στο νεκροταφείο, το μεγάλο δρόμο με τα κυπαρίσσια. Ο πρώτος επιβάτης είπε στο δεύτερο: — Η καϋμένη.

Όλο τη στολίζει, τη χαδεύει, την ξανανιώνει την κακιά της την κόρη· ως και τα κυπαρίσσια της, που πρέπει να είναι φαρμακωμένες οι ρίζες τους, ως και κείνα τα δροσίζει, τα θρέφει, τα μεγαλώνει. Γλιστράει η φύση από τα τούρκικα χέρια σα Νεράιδα, κι όλο βαλσαμώνει, ανεσταίνει, ζωντανεύει. Ως κ' εμάς τα καταφρονεμένα δε μας ξεχνάει. Κοίτα τους επιβάτες, τι σπίθες βγάζουν τα μάτια τους!

Το λεωφορείο σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Οι επιβάτες γύρισαν με περιέργεια και κύτταξαν τη γυναίκα που έμπαινε. Ήταν ντυμένη κατάμαυρα και φορούσε ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Από κάτω απ' το μαντήλι ξεχείλιζαν να ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της ήτανε μικρούτσικο σαν παιδιακίσιο, παραπονεμένο κι' όμορφο. Η γυναίκα κάθησε σε μια γωνιά με τα μάτια σκυμμένα κάτω.

Σε λίγο έφτασε το ανηψίδι, με κρεμασμένα τα μούτρα: — Δεν ήρθε ο παπάς. — Βρε μίλα καλά. Άνοιξες τα στραβά σου να ιδής; είπε ο Μελαχροινός. — Δεν ήρθε, σου λέω. Όλοι οι επιβάτες βγήκανε στο μώλο. «Δεν είχαμε κανένα παπά μέσα», μου είπανε. Όλοι πάγωσαν. Η παπαδιά κέρωσε. — Ε! ίσως να μην πρόλαβε το βαπόρι, είπε πάλι ο Κυρ-Θανάσης. Ωστόσο θάχουμε γράμμα. Δε γίνεται.

Και οι επιβάτες όλοι ο κολαουζέρης με το σχοινάκι του βουτηχτή στα δάχτυλα, ο μαρκουτσέρης στο μαρκούτσι, οι ροδάδες από δυο στη μηχανή, οι λαμνοκώποι στα κουπιά γυμνοτράχηλοι, δύο βουτηχτάδες ξαπλωμένοι καταηλιακού με χαλκοπράσινη όψι και μάτια βουρκωμένα, ακολουθούσαν του ξύλου το κύλημα μοιρολάτρες αδιάφοροι.

Η ωραία Κυνεγόνδη, αφού άκουσε την ιστορία της γριάς, της έκαμε όλες τις φιλοφρονήσεις, που οφείλονται σ' ένα πρόσωπο της σειράς της και της αξίας της. Δέχτηκε την πρόταση· παρακάλεσε όλους τους επιβάτες, τον ένα μετά τον άλλο, να της διηγηθούνε τη ζωή τους. Ο Αγαθούλης και κείνη ομολογήσανε, πως η γριά είχε δίκιο.

Πήδησε ο αμαξάς κάτω, ένας λεβέντης με μαύρη χνουδωτή πατατούκα, με κοντό πανταλόνι, μ' άσπρες βλαχόκαλτσες και κόκκινα τσαρούχια, με μια φαρδειά ψάθα των είκοσι λεφτών στο κεφάλι, πόριχνε πυκνό ίσκιο ως το παχύ μαύρο μουστάκι του. Άνοιξε την πορτίτσα της σούστας, κι οι επιβάτες κατέβηκαν.

Οι επιβάτες, και δεν είταν λίγοι, στοιβάχτηκαν στη μικρή ξύλινη γέφυρα της ακροθαλασσιάς, θάταν καμιά εξηνταριά, όλο και λεβεντόπαιδα, αμούστακα όλ' ακόμα, ξυραφισμένα, με καθαρές φουστανέλες, με κάτασπρες σκάλτσες, μ' ανήσυχα πρόσωπα και κάτι ματιές γεμάτες φλόγες.

Τι πρόσμενε και η ίδια δεν ήξερε. Το βαπόρι ήρθε στην ώρα του. Ο κόσμος ήταν μαζεμμένος κάτω στο μώλο απόξω από τους καφενέδες. Δυο-τρεις επιβάτες βγήκαν από τις βάρκες. Μαζί μ' αυτούς κι' ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος, χρόνια φευγάτος στην Αυτραλία. Τον τριγύριζαν με περιέργεια και αγάπη. Κι' αυτός τους έλεγε, τους έσφιγγε τα χέρια, γελαστός και πρόσχαρος. Όλοι ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν.