United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η διάθεσή μας είχε φτάσει στο κορύφωμα, όταν η γυναίκα μου με ρώτησε ψιθυριστά αν θα με δυσαρεστούσε πολύ αν έφευγε αυτή πρωτήτερα από μέ. Πολύ σπάνια κάναμε εκδρομή για να διασκεδάσουμε κ' η πρότασή της δε μου άρεσε πολύ. Είπα λοιπόν της Έλσας πως ειδοποιήσαμε στο σπίτι πως θα γυρίσουμε με το τελευταίο βαπόρι κ' έτσι δε μας περίμενε κανείς.

Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη, η «Ευαγγελίστρια», είχε γυρίσει απ' τον Ποταμό. Την Τετάρτη έφθανε και το βαπόρι. Ίσα-ίσα πρόφθανε ο παπάς να γυρίση με το βαπόρι. Απ' τον Ποταμό είχε στείλει γράμμα, ήτανε καλά, οι θέρμες τον αφήσανε, διπλός είχε γίνει. «Η θάλασσα μ' έσωσε, γυναίκα», έγραφε. Η παπαδιά ήτανε όλο χαρά. Τον γκρίνιαζε τον παπά μα τον αγαπούσε.

Του επήραν μερικάς λίρας, του έδωκαν πολλάς συνταγάς, διάφορα φιαλίδια με χρωματιστά νερά, και κάτι σκόνες με οσμήν φαρμακείου, και τον εσυμβούλευσαν να υπάγη εις την πατρίδα του. Κ' εκείνος δι' εκεί επήγαινεν. Άμα ηκούσθη εις το χωρίον, ότι έρχεται με το βαπόρι ο Θανάσης, φέρων και λίρες μαζί του, πέντε προξενειές έστειλαν διά μιας εις την μητέρα του διά την κόρην της την Αφέντραν.

Στη Σύρα ως τόσο δεν είδα παππά· καλοπέρασα όμως και στη Σύρα. Τωραίο, ταγαπημένο το νησί! Τόβαλα στην καρδιά μου. Είναι το πρώτο ελληνικό χώμα, ή, να το πούμε πιο σωστά, η πρώτη ελληνική πέτρα που πάτησα τότες, όταν ήρθα στην Ελλάδα. Και τώρα πόσο πιο όμορφη μου φάνηκε ακόμη! Έφτασε νύχτα το βαπόρι.

Ο Γιαννιός ο Μελιγκόνης τα χρειάστηκε. — Φέρε μας ένα ρούμι, Πεφάνη. Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται. Το βαπόρι έστρηψε σιγά-σιγά, έλυσε το μπρίκι και σταθηκε στον ατμό, σφυρίζοντας. Το μπρίκι τράβηξε ίσα κατά το μύλο, με το δρόμο, που είχε, και βιάστηκε να ρίξη και τις δυο άγκυρες. Ένα νερόχιονο άρχισε να πέφτη και με το βασίλεμμα το κρύο εσπούριζε.

Έμοιαζα μ' ένα γερό βαπόρι που έχει τους φούρνους αναμένους, τα λεβέτια ζεστά, γεμάτον τον ατμό και δεν τολμά μηδέ κύμα μηδ’ άνεμος να του κόψη τον δρόμο. Ως τα προχθές που έλαβα το τελευταίο γράμμα στην Πόλη. Μόλις εδιάβασα πως έγινε και της Ρούσας ο γάμος ελύθηκαν ευθύς τα ήπατά μου.

Ο Γερο-Μαθιός ο γραμματοκομιστής, κάθε φορά που έπιανε το βαπόρι στο νησί, περνούσε απόξω απ' το σπίτι με στίβα τα γράμματα. — Έχομε τίποτα, Μαθιό; ρωτούσε η Ουρανίτσα απ' το παράθυρο. Τον περίμεν' εκεί από το ξημέρωμα του Θεού κάθε Παρασκευή. — Τίποτα, μάτια μου. Άμποτε να είχατε να σας το φέρω τρέχοντας. Δεν έχει, παιδί μου.

Η Έλσα έσκυβε ακόμα περσότερο και του απαντούσε: — θα σε βάζω πάντα εγώ. Όσο να μεγαλώσης, και να το κάνης μόνος σου. Όταν γύρισα τη νύχτα με το τελευταίο βαπόρι, τη βρήκα που περίμενε να μου διηγηθή όλα όσα είπε ο Σβεν.

Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω τι γίνεται σήμερα. ΦΛΕΡΗΣΜη γκρινιάζης, άνθρωπε του θεού. Μη γκρινιάζης. Παύσε πια. Πάρε τις βαλίτσες και πήγαινε τις μέσα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΜια ζωή αυτό γίνεται. Αυτό ξέρω γω. Όμως καιρός είναι θαρρώ να ησυχάσουμε, να ρίξουμε την άγκουρα. Γεράσαμε, κύριε Τάσσο. Δεν το κατάλαβες; Γεράσαμε. ΦΛΕΡΗΣΈφυγε το βαπόρι; Έφυγε.

Οι ώρες σου είναι μετρημένες· ο σκοπός σου είναι να διής πολλά νησιά, να τα πάρης ένα ένα· θα είταν καλό, θα είταν ωραίο να τάβλεπες όλα. Αδύνατο! Βαπόρι δεν έχει. Κι ας μην έχη! Τι πειράζει; Να μη σου κακοφανή, να μην πικραθής, να μη σου κάψη ο πόνος την καρδιά.