United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν ξύπνησε, αφοκράζεται κι ακούει σπαραχτική φωνή σα νάβγαινε απ τον Αδη. — Γιατί να με θάφτε ζωντανόοοο! γιατί να με θάφτε ζωντανόοοο!... Ξαφνικά κι απάντεχα κρι-ι-ίκ! κρα-α-κά! βλέπει την πόρτα της νανοίγη διάπλατη απόξω, αφού είχε βαλμένη διπλή την αμπάρα μέσαθε. Ανοίγει η πόρτα και τι βλέπει η άμοιρη Λιακού, συφορά της! Τον άντρα της, ακούς· τον άντρα της!

Έσφιξε τη γροθιά του μανιασμένος κατά το φεγγίτη. Σαν είδε που δεν ήταν απόξω ο Καναβιός, εμούγκριξε σα δαμάλι·Κατ' ανέμου, παλιόλεπρα! κ' εχώθηκε στο βάθος του δωματίου ντροπιασμένος. . Ο Τ Ε Μ

Η γάτα πήδησε χαρούμενη στο πάτωμα, ψήλωσε το κορμί της σαν να λούζονταν στο φωτεινό κύμα που κύλισε απόξω κι άρχισε να παίζη μ' ένα φύλλο χαρτιού που βρέθηκε στα νύχια της. — Κ' οι λέξες ζωντανεύουν και ξανανιώνουν τώρα· είπε σκεφτικός ο Αλαμάνος. — Θαύμα· εψυθίρισε κι' ο Αριστόδημος ανασηκώνοντας το κεφάλι του. — Αυτό το θαύμα είνε καθημερινό· είπε ο Δημητράκης.

Δεν είνε ακόμη αυγή, μπάρμπα-Σταμάτη, είπεν αγωνιώσα η Σοφία, μα είνε απόξω, είνε... που το μάτι τους να βγη! — Και τι θα καταλάβης να τους βγη το μάτι, Σοφία; είπεν εμπνεόμενος εις αντιλογίαν, με όλην την νύσταν του, ο Καρδοπάκης. Μήπως θ' αποχτήσης ποτέ σου εσύ τρία μάτια; Πάντα με δύο μάτια θάσαι. — Αχ! χρειάζονται τέσσαρα μάτια την ώραν αυτήν, απήντησε με πάθος η Σοφία.

Είχε κουράγιο να ξημερωθή στο νυχτέρι. Η Ουρανίτσα κεντούσε μια ποδιά δίπλα του. Όλο κεντούσε και ξύλωνε. Ποτέ δεν έκανε τόσες στραβοβελονιές. — Αγάντα, Ουρανίτσα! Ζυγώσαμε στη Βενετία. Φανήκανε τα καμπαναριά της. Σε λίγο θα φουντάρωμε μες στα κανάλια. Πολιτεία μια φορά! Η Ουρανίτσα τα ήξερε απόξω τα χωρατά του γέρου.

Και ξαπλωμένοι πίσω εμείς, εξεχαστήκαμε στο άπειρο μεγαλείο του μαγεμένου πάνω τουρανού, που βυθισμένος μέσα στα ανοιχτά γαλάζια του αγκάλιαζε τον κόσμον όλον κάτω τον αρμονικό, χωμένος μες τη μυστική νυχτοσιγαλεριά και την ονειρεφτή μεγαλοπρέπεια. ...Με το φεγγάρι ψάρια δεν ψαρέβονται, έλεγε ο Καπτάν-Μιχάλης. Θα επαγαίναμε ναράξουμε πέρα στο Καλαμίτσι απόξω στη Σπηλιά.

Ο Γερο-Μαθιός ο γραμματοκομιστής, κάθε φορά που έπιανε το βαπόρι στο νησί, περνούσε απόξω απ' το σπίτι με στίβα τα γράμματα. — Έχομε τίποτα, Μαθιό; ρωτούσε η Ουρανίτσα απ' το παράθυρο. Τον περίμεν' εκεί από το ξημέρωμα του Θεού κάθε Παρασκευή. — Τίποτα, μάτια μου. Άμποτε να είχατε να σας το φέρω τρέχοντας. Δεν έχει, παιδί μου.

Δεν υπάρχει, τη πίστη του, Θεός και για μας;!... — Γιαβίς-γιαβάς, ουρέ βλαμηδέσιμ! Με του κουλάι, ουρέ τα παληκάρια μ', και θανάρθη κ' η γεδική σ' αράδα! έλεγε απόξω να τους σκάζη, να τους πλαντάζη ο Βλαχογιώργος.

Εδώ είνε ο κυρ γιατρός; μουρμούρισε απόξω μια κλαψιάρικη γυναικεία φωνή. Εκεί απάνω οι ταχτικοί του φαρμακείου απόμειναν βουβοί.

Και του ήλθε τότε εις την ανάμνησιν το τελευταίον γράμμα της εξαδέλφης του, οπού του έγραφε για τον θάνατον της μητέρας του, στην Μαρσίλια· εκεί οπού φόρτωναν τα τούβλα· το είχε μέσα εις το κόρφο του, σαν φυλακτό, το γράμμα εκείνο, και το είχε μάθει απόξω νεράκι; — Όταν θάφευγες, του έγραφεν η Λουξανιώ, η εξαδέλφη του, ήταν χαρούμενη· θυμάσαι με πόσαις ευχαίς και με πόσαις χαραίς σε κατευώδωσε.