United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δος του κι' αρχαιολογώ, κι' αρχαίαις νύφαις κυνηγώ, να εύρω μες 'το χώμα. Μα τέτοιαις νύφαις δεν 'μιλούν, ούτε το μάτι μου σφαλούν, κι' ούτε γαμπρό γυρεύουν. Αχ! τι τα θέλω όλ' αυτά τ' αγάλματα τα λατρευτά, αφού δεν ζωντανεύουν; Ω! ας μπορούσε απ' αυταίς της νύφαις της καμαρωταίς καμμιά να ζωντανέψη! Να παύσω ν' αρχαιολογώ. νύφη αυτή, γαμπρός εγώ . . . και ποιος δεν θα ζηλέψη;

Μα πώς αυτό να γίνη; Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί, το φως δεν ξαναβλέπουν. ΗΡΑΚΛΗΣ Στη λύπη μην αφήνεσαι. Υπομονή να κάμης. ΑΔΜΗΤΟΣ Είν' εύκολες η συμβουλές, δύσκολο να υποφέρης. ΗΡΑΚΛΗΣ Μήπως κερδίζεις τίποτα με κλάμματα; ΑΔΜΗΤΟΣ Το ξέρω κ' εγώ, αλλ' όμως με τραβά η λύπη άθελα μου. ΗΡΑΚΛΗΣ Ε, βέβαια, η αγάπη μας για εκείνον που πεθαίνει μας φέρνει δάκρυα.

Η γάτα πήδησε χαρούμενη στο πάτωμα, ψήλωσε το κορμί της σαν να λούζονταν στο φωτεινό κύμα που κύλισε απόξω κι άρχισε να παίζη μ' ένα φύλλο χαρτιού που βρέθηκε στα νύχια της. — Κ' οι λέξες ζωντανεύουν και ξανανιώνουν τώρα· είπε σκεφτικός ο Αλαμάνος. — Θαύμα· εψυθίρισε κι' ο Αριστόδημος ανασηκώνοντας το κεφάλι του. — Αυτό το θαύμα είνε καθημερινό· είπε ο Δημητράκης.

Πιάνοντ' όλοι χέρι χέρι. Τα τραγούδια τους Και ταις πέτραις ζωντανεύουν. Γύρου οι γέροντες Καθισμένοι αράδα-αράδα τους κυττάζουνε Και γλυκά τους καμαρώνουν και κρυφά κρυφά Ζευγαρώνουν κάθε νηό με κάθε κόρη τους. Κι' ο χορός και το τραγούδι πάν' αδιάκοπα. Λυγεραίς και παλληκάρια σειούνται και λυγούν Και 'ςτούς κύκλους όπου πλέκουν αγναντεύονται Και κρυφά γλυκοτηριούνται και γνωρίζονται.

Θα διαπεράσης θάλασσαις, ψηλά βουνά και κάμπους, Θα διαπεράσης σύγνεφα και θε να πας πουλί μου, 'Στά στοιχειωμένα τα βουνά που πάντα ανοιγοκλειούνε Κι' οπού τ' αθάνατο νερό περνάει ανάμεσά τους. Πέτα γοργό μέσ' 'ςτ' άνοιγμα, πάρε νερό και φεύγα. Πετάει εκείνο και γοργό με το νερό γυρνάνει, Και το σταλάζει ανάλαφρα 'ςτ' αραδιαστά κομμάτια. Κ' εκεί που πέφτει το νερό, κολλούν και ζωντανεύουν.

Μόλις μπορώ να πιστέψω πως δεν περάσανε από τότε ούτε δυο χρόνια. Μα εκεί που το διαβάζω τώρα, ζωντανεύουν όλα όσα γίνανε κ' αιστάνουμαι πάλι τα μαρτύρια της φοβερής αυταπάτης, που με συντηρούσε τότε. 4 τον Σεπτέμβρη Κάθουμαι δω και συλλογίζουμαι το μικρό Σβεν.

Και πώς να μη παραξενευθή, ας ήτο και καθ' ύπνον; Φαντασθήτε να βλέπη τις τα κόκκαλα των νεκρών εις το κοιμητήρι να ζωντανεύουν, να ορθούνται, να κτυπώνται μεταξύ των και να κάμνωσι τοιούτον φοβερόν θόρυβον!