United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τράβα δρόμο σου. Εκείνος ηθέλησε να τον σπρώξη. Ο πατέρας σου άναψε. Τα λόγια του Νικολού ήρθαν ευθύς διάβολοι και του εσήκωσαν τα μυαλά. Δεν το παίρνεις, συλλογίζεται που να χαλάση ο κόσμος. Ή θ' ανεβώ με το μελάτι απάνω ή αφίνω τα κόκκαλά μου εδώ! Καθώς έκαμε να σπρώξη δεύτερη ο βουτηχτής, σηκώνει γροθιά ο πατέρας σου και του δίνει στο στομάχι.

Σεις δότε χρώμα κι' εις εμέ και άρωμα κι' αέρα, φυτά δικοτυλήδονα και μονοκοτυλήδονα, και τα φυτά μ' απήντησαν «βρε τράβα παραπέρα κι' αυτά να πας, παληόγερε, και να τα 'πης 'στόν κλήδονα». «Είναι κατάξηρος για σε και μαύρη ερημιά το κάθε περιβόλι, κι' αν 'στήν κουμπότρυπα και συ καρφώσης γιασεμιά θα σε γελάσουν όλοι.

Εφανέρωνε συνάμα τους άτιμους σκοπούς, πούχε για να με τραβά κογτά της η φθισική, και την έχθρα τη μεγάλη ενάντιο της, γιατί δεν την άφηνε να εξαχρειώση το παιδί της. Έπειτα από τους δικούς, άρχισε και σε ξένους να λέγη τα ίδια. Όσο δ' έλεγε, τόσο περισσότερο ερεθιζόταν.

Τάφαγεν η νοτιά τόσες 'μέρες. — Τράβα κ' έφτασα· είπε πρόθυμος. Στη δουλειά δεν έλεγεν όχι ποτέ του. Ετράβηξα εμπρός, εσκάλωσα στο πινό και άρχισα να λύνω τα σχοινιά. Μα δεν επρόφτασα να πάω στο τρίτο και άκουσα φωνές πίσω μου. Ο Ανέστης παίρνοντας αφορμή από το μπλέξιμο των συντρόφων του εθυμήθηκε να ειπή για τους σαράντα Κεφαλλωνίτες.

Κι' είθε και συ εν μέσω των άλλων δεσποινίδων ν' αστράπτης μια ημέρα εις όλους τους χορούς, να γίνεσαι το θέμα και συ εφημερίδων, και να στριφογυρίζης εις ευγενών σωρούς. Έλα, καλή μου κόρη, και μες 'στην αγκαλιά μου, τα, πρώτα σου τα χάδια εγώ ας τάχω όλα· ω! τράβα μου τα γένεια και σέρνε τα μαλλιά μου, και κάμε με να χαίρω, μικρούλα μου μαργιόλα.

Τραβά τότε καταπάνω του με το καμάκι ψηλά, με την ξανθοκόκκινη περικεφαλαία θυσσανοσκέπαστη από το χοχλαστό νερό της βαλβίδας, με το μολυβοφορτωμένο στήθος αστραφτερό, με τα γατζούδια της πλατειάς ζώνης τρεμόλαμπα, με το σκοτεινό του λάστιχο θαλασσινός Άρης μέγας και άτρομος. Το θηρίο εσάστισε στην άγρια εικόνα, εδείλιασε με την τόσην ορμή του. Μωρέ τ' είνε τούτο! εκουτοσυλλογίσθηκε.

Από τον καιρό ακόμα που ο Σβεν είτανε τόσο μικρός ώστε μόλις μπορούσε και κουνιότανε, έγινε στενός φίλος του σκύλου κ' είχε το δικαίωμα να τον κάνη όπως θέλει: να τον τραβά από ταυτιά, να του μαδά την ουρά, να ξαπλώνεται απάνω του και να τον κρατά στις κοπιαστικότερες θέσες.

Πι και Φι θα μας γίνεις πάλι, φώναζεν ο φοιτητής της φιλολογίας. — Τράβα του ένα μπερντάκι, έτσι σώγαμπρο, κορόιδευεν ο αποθηκάριος. — Θα σου τον φτιάσω ως είδος πλουσιόπαιδο, απαντούσεν ο ναύτης κουρέας. Έφτανε στο μεταξύ και ο υπηρέτης των μηχανικών· και καλούσε το φοιτητή της φιλολογίας. — Κύριε Παρασκευόοοπουλε! — Παρών, εδώ. — Νάαα! Βρε!

ΝΕΑΝΙΑΣ Τι βαρκαδόροι θάσαστε κ' οι δύο σας κακοί! Α' ΓΡΑΥΣ Γιατί; Β' ΓΡΑΥΣ Τράβα μπροστά και τσιμουδιά! Γ' ΓΡΑΥΣ Μ' εμέ θα βγάλη τη βραδειά! Β' ΓΡΑΥΣ Φάε μια χύτρ' από βορβούς και θα γενής θηρίο. ΝΕΑΝΙΑΣ Αλλοίμονό μου ο δύστυχος! τράβα και τράβα, να με κοντά στην πόρτα μ' έφερε! Β' ΓΡΑΥΣ Δεν μου γλυτώνεις• πάμε να κυλισθώ με σένα! ΝΕΑΝΙΑΣ Απ' το να σ' εύρουν δυο κακά, κάλλιο να σ' εύρη ένα!

ΣΑΜΨΩΝ Θα τας κόψω; ή..., όπως θέλεις πάρε το. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Να το πάρη όποιος το δοκιμάσει. ΣΑΜΨΩΝ Θα με δοκιμάσουν εμένα, όσον στέκω εις τα πόδια μου. Το ηξεύρει ο κόσμος ότι δεν μου λείπει αίμα. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Τι καλά οπού δεν είσαι ψάρι! — Τράβα το εργαλείον σου, κ' έρχονται δύο άνθρωποι του Μοντέκη . ΣΑΜΨΩΝ Εγύμνωσα το σπαθί μου. Πιάσου μαζή των. Σου, δίδω χέρι.