Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Ο θάνατος να πάρη.... Τι μου τον έβαλαν εκεί; Αυτό με πείθει ότι μου κρύπτονται εξεπίτηδες κ' εκείνη και ο δούκας! — Τον άνθρωπόν μου δότε μου! — Πήγαιν' ευθύς 'ς τον δούκα κ' εις την γυναίκα του, κ' ειπέ έξω εδώ να έλθουν να τους ιδώ. Τώρα ευθύς να έλθουν να μ' ακούσουν! Ειδέ, πηγαίνω και βροντώ 'ς την θύραν 'πού κοιμούνται, ως 'που να γίνη θάνατος ο ύπνος και των δύο!
Ω! τούτο είναι θαύμα που κ' ένα φόνον ξεπερνά ωσάν αυτόν!... ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Αυθέντα, σ' αποζητούν οι φίλοι σου. ΜΑΚΒΕΘ Ω! Είχα λησμονήσει. — Να μη με συνερίζεσθε, αγαπητοί μου φίλοι. Ασθένεια παράδοξος με βασανίζει· όμως δεν είναι τίποτε αυτό δι' όσους με γνωρίζουν. — Χαρά κ' υγεία 'ς όλους σας! Ελάτε. Ας καθίσω. Δότε μ' εδώ 'λίγο κρασί· γεμάτο το ποτήρι!
Κάκιστον είνε το να πιστεύη τις ότι έχει σκοπόν, ότι έχει σχέδιον κατηρτισμένον, και όταν έλθη η στιγμή της εκτελέσεως, ν' ανακαλύπτη αίφνης ότι ουδέν σχέδιον, ουδένα σκοπόν έχει. Ή αφαιρέσατέ μου τελείως τας φρένας, θεοί, ή δότε μοι τόλμην.
Σεις δότε χρώμα κι' εις εμέ και άρωμα κι' αέρα, φυτά δικοτυλήδονα και μονοκοτυλήδονα, και τα φυτά μ' απήντησαν «βρε τράβα παραπέρα κι' αυτά να πας, παληόγερε, και να τα 'πης 'στόν κλήδονα». «Είναι κατάξηρος για σε και μαύρη ερημιά το κάθε περιβόλι, κι' αν 'στήν κουμπότρυπα και συ καρφώσης γιασεμιά θα σε γελάσουν όλοι.
Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη, και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, 'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. 70 και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».
ΛΗΡ Στο μεταξύ τους μυστικούς σκοπούς μου θα δηλώσω . Τον χάρτην δότε μου εδώ. — Εμοίρασα εις τρία το κράτος μου, και σταθερά απόφασίς μου είναι, να βγάλω κάθε συλλογήν απ' τα γηράματά μου, εις σώματα νεώτερα να δώσω το φορτίον, κ' ελαφρωμένος 'ς το εξής να σέρνωμαι 'ς τον τάφον.
Αυτά λοιπόν, επειδή επιθυμώ να σας υπενθυμίσω και να ζητήσω δι' εκείνα, τα οποία πρόκειται να είπω, όχι το μικρότερον αλλά το μεγαλύτερον μέρος της συγχωρήσεώς σας, είπον όλα αυτά, Σωκράτη. Αν λοιπόν, νομίζετε, ότι δικαίως ζητώ αυτό το χάρισμα, δότε μου αυτό μ' ευχαρίστησιν.
Ενέγκατε την στολήν την καλήν και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον επί την δεξιάν αυτού και πέδιλα εις τους πόδας· και θύσαντες τον μόσχον τον σιτευτόν φαγόντες ευφρανθώμεν· ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη». Και εκ πρώτης όψεως ήθελε φανή ότι εδώ έμελλε να τελειώση η παραβολή ως εν μουσική αγγελικής κινύρας.
ΛΗΡ Διότι δεν είναι οκτώ; ΓΕΛΩΤ. Εύγε σου! Τι καλόν τρελλόν θα έκαμνες! Να το πάρη, λέγει, διά της βίας! Τέρας αχαριστίας! ΓΕΛΩΤ. Αν σε είχα τρελλόν μου, παππού, θα σου έδιδα ξύλο, διότι εγήρασες πριν της ώρας σου. ΛΗΡ Πώς τούτο; ΓΕΛΩΤ. Πρώτα έπρεπε να βάλης γνώσιν, και ύστερα να γηράσης. ΛΗΡ Να μη μου φύγη, ω θεοί, ο νους! Να μη μου φύγη! Ω! δότε μου υπομονήν! Να τρελλαθώ δεν θέλω! ΛΗΡ Τα άλογα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν