United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετράβηξε ίσα στο σπίτι μου. — Χρυσούλα, μου είπε κλαίοντας, και οι δύο μια την έχουμε την πληγή. Εσύ έχασες τον αρραβωνιαστικό σου κ' εγώ τον αδερφό μου. Το κακό που έκαμα σ' εκείνον ήρθα να το πληρώσω δουλεύοντας σκλάβος σ' εσένα. Θα γίνω άντρας σου. Έτσι έγινε άντρας μου ο αντράδερφος κ' έγινε πατέρας σου. Μα δεν έζησε ούτε να σε γνωρίση. Νυχτόημερα τον ετυρανούσε η κόλασι κ' επέθανε μονοχρονίς.

Και αυτής της σφαίρας πας φλογίζων Πόλος ας παγώση όλος. Πλήρης εκ φωτός νέος κόσμος λάμπει ως χρυσή τις κάμπη. Μα γεννά κι' αυτός φιλοσόφους κλαίοντας κι' έτσι πάει λέωντας. Τείναι κι' αυτός ο Φασουλής;... καθείς θα ερωτά... ακούσατε περί αυτού να σας ειπώ αυτά.

Πάει, απ' απόψε η Χάιδω μας χάνει. Πώς θα λα τον φτουρίσουμε αυτόν το μισεμό Κακότυχέ μου ντουρί, κακότυχε μου ντουρί. . . Τώρα και πέντε χρόνια πέρναγ' από την Άρτα. Μέσα στο περιαύλι της Πυργιορίτσας μου δείξαν τον τάφο του κακότυχου Φώτου. Και κλαίοντας ο πατέρας του ο ίδιος, ο Λάμπρος Ζάρμπας, μου διηγήθηκε την ιστορία του.

ΝΕΑΝΙΑΣ Κι' αν έλθη κάποιος φίλος μου, ή κάποιος συνδημότης και με τραβήξη από σας; Α' ΓΡΑΥΣ Α μπα! εδώ θα λείψουνε και η στρεψοδικίες. Α' ΓΡΑΥΣ Θα το πληρώσης κλαίοντας. ΝΕΑΝΙΑΣ Και τι λοιπόν θα κάνω; Α' ΓΡΑΥΣ Θα ρθής να πάμ' απάνω. ΝΕΑΝΙΑΣ Μα τι! θα 'ρθώ με το στανιό; Α' ΓΡΑΥΣ Θα μ' αγοράσης, έννοια σου, εσύ και το στεφάνι.

Ναι κατά αλήθεια, απεκρίθη η Κατηγέ, κλαίοντας, ετούτο είναι νόστιμον διά να φανώ εις αυτόν ευχάριστη, εγώ δεν ηξεύρω, αν τούτο δ' εμέ ήθελεν είναι μία ευτυχία επειδή και ηξεύρω καλώτατα πως δεν θέλει μου είναι ποτέ ευτυχία το να έχω πάντα εμπρός εις τα μάτιά μου έναν άνθρωπον ωσάν αυτόν. Δεν πρέπει να μιλής, έτσι, της είπεν η αδελφή της.

Για να σας κάνω την κρίση, πρέπει πρώτα ν' αγκαλιασθήτε και να φιληθήτε κι' ύστερα να σας κρίνω. Οι δύο μαλλωμένοι κύτταξαν ο ένας τον άλλον περίλυποι, σα να ντρέπονταν να κάνουν εκείνο, που τους έλεγε. Οι άλλοι, βλέποντας το δισταγμό τους, τους φώναζαν: — Κάνετε ωρέ, όπως σας λέγει ο κριτής! Τι καμαρώνετε! Οι μαλλωμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κλαίοντας.

Ο Ψωμοφάγος κλαίοντας με στενασμούς προβαίνει, Και με το πρόσωπο σκυφτό προς το θρονί παγαίνει.

Αυτά 'πε, και εις τους ώμους μου κρέμασα εγώ το ξίφος χάλκινο, ασημοκάρφωτο, μέγα, και ομού το τόξο, κ' εκείνον πάλι επρόσταξα τον δρόμο να μου δείξη. τα γόνατά μου αγκάλιασεν αυτός παρακαλώντας, και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• 265 «άφες μ' εδώ, διόθρεφτε• κει πέρα μη με σύρης, τι δεν θα γύρης ούτε συ, το ηξεύρω, ούτε θα φέρης κανέναν των συντρόφων σου• πλην γλήγορα με τούτους ας φύγουμ', όσο είναι καιρός να φυλαχθούμε ακόμη».

Ποιος λοιπόν μπόρεσε να μου κλέψει τις πιστόλες μου και τα διαμαντικά μου, έλεγε κλαίοντας η Κυνεγόνδη. Πού νάβρη κανείς Ιεροξεταστές κ' Εβραίους να του δώσουν άλλες; — Αλοίμονο! είπεν η γριά, υποψιάζομαι έναν αιδεσιμώτατον πατέρα κορδελιέρο, που κοιμήθηκε ψες στο ίδιο ξενοδοχείο μαζί μας στο Μπανταγιός. Ο θεός φυλάξοι να κάμω κρίση άδικη!

Γεννήθηκα στη Νεάπολη, μου είπε. Εκεί μουνουχίζουν δυο ως τρεις χιλιάδες παιδιά το χρόνο· τα μισά πεθαίνουνε, τα μισά κάμνουν μια φωνή ωραιότερη από των γυναικών κ' οι άλλοι γίνονται κυβερνήτες κρατών. Μου κάμανε αυτή την εγχείρηση με πολύ μεγάλη επιτυχία κ' έγινα ψάλτης, στο εκκλησάκι της κυρίας πριγκιπέσσας του Παλεστρίνα. — Της μητέρας μου, έκραξα εγώ. — Της μητέρας σας! φώναξε κλαίοντας.