United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του· πρώτα να πάει στο Νέστορα πριν άλλους κράξει αρχόντους, μην κατεβάσει ωφέλιμη καμιά βουλή μαζί του π' ολόκληρο απ' τη συφορά τα' ασκέρι ναν του σώσει. 20 Κι' εφτύς σηκώνεται, φοράει το ρούχο στο κορμί του κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά ποδάρια, έπειτα βάζει παρδαλή προβιάμακριά ως στα πόδιαξανθού μεγάλου λιονταριού, και παίρνει το κοντάρι.

Αλλά πρώτα πρέπει να σ' ευχαριστήσω ότι μ' έπνιξες, διότι τώρα δα μ' έκαμες αληθινά πλούσιον. Πώς ετρόμαξα όταν έπιπτα, και εσφύριξεν ο αέρας εις τ' αυτιά μου! Αλλά άμα έπεσα εις το νερόν, ο σάκκος ήνοιξε, και μία ωραία κόρη με κάτασπρα φορέματα και με πράσινα φύλλα επάνω εις τα βρεγμένα της μαλλιά, με επήρεν από το χέρι και μου λέγει: «Καλώς ήλθες, μικρέ Κλώσε. Χάρισμά σου αυτά τα ολίγα πρόβατα.

Ημπορούσε 'σάν ψάρι να στρέφεται και να γυροβολά μέσα εις το νερό, ημπορούσε και να σκαρφαλώνη καλύτερα από κάθε άλλον και να προσκολλάται στερεά επάνω εις τας πλευράς των βράχων σαν κοχλίας· είχε ισχυρά νεύρα και τένοντας, και αυτό το εδείκνυεν εις το πήδημα, που το έμαθε πρώτα από την γάτα και κατόπιν από την αίγαγρον.

Ο βασιληάς όμως εθύμωσε και πάλι, επρόσταξεν εις τες κυρίες να δώσουν οπίσω όσα είχαν λάβει και είπε με οργή εις το χημικό: «Δεν εσυλλογίσθηκες, ζευζέκη, πως άμα γείνουν τα διαμάντια κοινά σαν τα χαλίκια, θα χάσουν όλη τους την αξία τα δικά μου που είνε τα πρώτα του κόσμου και, αν λάχη και χρειαστώ χρήματα, 'μπορώ να τα πουλήσω όσο θέλω; Φύγε απ' εδώ, και αν ξανακάμης άλλη φορά διαμάντια, θα σου σπάσω μαζί με τη μηχανή και το κεφάλι».

Άμα δυναμώσουμε και μεις, θα γυρέψουμε από το Χαγάνο τόπο να καλλιεργήσουμε· κι αν δε μας δώση, τον παίρνουμε με το χέρι μας. Και τότεπού είσαιδε θάρθη ο Θεομίσητος σε μας· θα πάμε μεις γυρεύοντάς τον... Πρώτα όμως να κάτσης να σκεφτής κ' έν' άλλο πράμα. — Τι πράμα ; τον ρώτησε ο Αριστόδημος κυττάζοντάς τον με σβυσμένα μάτια. — Ο Κουρδουκέφαλος θέλει να μας πάρη και το σπίτι.

Εχρυσώνονταν κ' εγιάλιζαν τα μπροστινά ασπράδια τους από τον ήλιο και πίσω πίσω η μαυρίλα τους πρόβαινε φοβερή. Φόρτωσαν οι αγωγιάτες. Πρώτα έκαμαν τες καβάλες μας κ' ύστερα τα φορτιά. Εγώ μοναχά κι ο ξάδερφός μου ήμεσταν καβάλες. Τ' άλλα τα πράμματα τάχαν φορτωμένα με μαλλιά δικά τους και ξένα οι αγωγιάτες.

Ποιος τους τρελλάθηκε να τον καταδώση! Μια ώρα να γυρίση μεσημέρι, κατέβαινε το λείψανο, τα ξεφτέρια πρώτα πρώτα, έπειτα ο Πάτερ Χαράλαμπος ψέλνοντας με το θυμιατά στο χέρι, κατόπι το ξυλοκρέββατο σηκωμένο από τέσσερες πανώριους λεβέντηδες, έπειτα οι γυναίκες της φαμελιάς, κι ανάμεσα τους μαυροφόρα η απαρηγόρητη η Βασιλικήπου σαν πλερωμένη μοιρολογούσε — η κερά Φρόσω σκυφτή κι ανομίλητη, οι αδερφάδες του μακαρίτη σπαραγμένες και κείνες, κι άλλες πολλές.

Την έχθραν ψάλλε την κακήν, θεά, του Αχιλλέως· 'Πού έφερε τους Αχαιούς αναρίθμητους πόνους· Και εις τον άδην έρριξε πολλαίς ψυχαίς ανδρείαις Ηρώων· και τους έκαμεν αυτούς φαγί των σκύλων, Κι' όλων των όρνιων κ' η βουλή τελείωσε του Δία. Από τι δα εμάλωσαν, κ' εχώρισαν τα πρώτα Ο δοξασμένος Αχιλλεύς, κ' ο βασιλεύς Ατρείδης; Και ποιος θεός τους έβαλε εις λόγια να μαλώσουν;

Να μην κατηγορούμε λοιπόν τη δημοτική, παρά να καταλάβουμε μια και καλή ως που μας κατάντησε η καθαρέβουσα κ' η μισή γλώσσα . Για να το συλλογιστούμε τώρα δίχως πάθος, ήσυχα, μάλιστα με τον πατριωτισμό που θέλει τέτοιο ζήτημα, με την αγάπη που θέλει ο λαός. Πρώτα ναποκριθήτε στο ρώτημά μου· μπορεί κάθε Γάλλος, ως κι ο πιο αγράμματος, να πη τόνομα του τόπου του, χωρίς να κάμη λάθος; Βέβαια!

Και ναι μεν τα πρώτα εκείνα αισθήματα ηλλοίωσε βεβαίως ο χρόνος ουχ ήττον η φιλία υφίσταται πάντοτε, τουλάχιστον ο Κλέων αισθάνεται ότι αγαπά πολύ το Ισίδωρον και τώρα ακόμη, θα είνε δε ευτυχής αν δυνηθή να τω χρησιμεύση. Διότι, αν ηθέλαμεν κρίνη εκ του εξωτερικού του, τα πράγματα του Ισιδώρου δεν ήσαν βεβαίως πολύ ρόδινα.