Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Την στιγμήν εκείνην, ηκούσθησαν και τα πρώτα συρίγματα του ατμοπλοίου, καταπλέοντος εκ Πειραιώς. Εγλυκοχάραζε πλέον. Εν τω μέσω του κενού λιμένος έπαιζον τα φώτα του μαύρου πλοίου, φεγγοβολούντα ακόμη. Ελαφρά πρωινή αύρα έπνεε.

Αλλά, εάν φαρμάκι μου έδωσ' ο καλόγηρος, και θέλη ν' αποθάνω, μήπως ο γάμος μου αυτός του φέρη ατιμίαν, διότι μ' εστεφάνωσε με τον Ρωμαίον πρώτα; Φοβούμαι μήπως είν' αυτό. Αλλ' όχι δεν πιστεύω· αγίου έχει όνομα, και το αξίζει. Όχι· δεν θέλω τέτοιος στοχασμός ‘ς τον νουν μου να περάση! Και αν εκεί που κείτομαι, πριν φθάση ο Ρωμαίος να με γλυτώση, έξαφνα ‘ς τον τάφον εξυπνήσω; Ω! τι τρομάρα!

Κι αφού εζήτησε ο Διονυσιοφάνης να ειπή εκείνος πρώτα πώς το παραπέταξε το παιδί του, ο Μεγακλής χωρίς να κατεβάση καθόλου τη φωνή του, είπε: — Είχα λίγο βιος προτήτερα, επειδή όσα είχα τα εξόδεψα φτιάνοντας θέατρα κι αρματόνοντας κάτεργα.

Ανταμωθήκανε στους όχτους του ποταμού, ο καθένας από τη δική του μεριά, ο ποταμός ανάμεσα, μόνοι τους. Οι ανθρώποι τους παραμερισμένοι κάτι μακρήτερα. Άρχισε τότες η ομιλία. Είπε πρώτα ο Θοδορίχος τα παράπονά του, από τον καιρό που βρέθηκε γελασμένος στα στενά του Αίμου.

Ακριβώς εκείνη τη νύχτα κάτι ψαράδες είχαν αφήσει το λιμάνι, για να ρίξουν τα δίχτυα στα βαθειά, και τράβαγαν με τα κουπιά, όταν ξαφνικά άκουσαν μια γλυκειά μελωδία, ζωηρή και δυνατή, που κυλούσε απάνου στα κύματα. Ακίνητοι, με τα κουπιά κρεμασμένα απάνου από τα κύματα, άκουγαν. Με τα πρώτα θαμπά φώτα της αυγής παρατήρησαν την περιπλανημένη βάρκα.

Είμαι Βασιληάς σας κ' είστε υποταχτικοί μου. Ακούστε τι μου παραγγέλνουν. Έπειτα συμβουλεύτε με, το απαιτώ, γιατί μου οφείλετε συμβουλή». Ο γραμματέας σηκώθηκε, ξεδίπλωσε την επιστολή με τα χέρια του, κι' όρθιος μπροστά στο Βασιληά: «Άρχοντες, είπε, ο Τριστάνος παραγγέλνει πρώτα πρώτα χαιρετίσματα και αγάπη στο Βασιληά και σε όλη την βαρωνεία του.

Οι αδικίες του φαρμάκωναν όλη τη χώρα. Τίποτις δεν το είχε να παραδίνη αθώους στα βασανιστήρια με την παραμικρή αφορμή. Άρχισε πρώτα ο Συνέσιος με το καλό και με τις συβουλές. Βλέποντας πως δεν έβγαινε τίποτις, παρά πως χόλωνε κιόλας ο Αντρόνικος που πήγαινε ο Ιεράρχης και παρηγορούσε τα θύματά του, αποφασίζει ο Συνέσιος και τον αφορίζει.

Κύτταξε λοιπόν, Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, ότι άδικα δεν έχομεν παραδεχθή αυτά, καθώς μου φαίνεται, διότι, εάν τα πρώτα μέλη από τα ζευγάρια δεν ανταποδίδωνται πάντοτε εις τα δεύτερα γινόμενα, ωσάν να γυρίζουν εις ένα κύκλον, αλλ' η γέννησις είναι μία ευθεία προχώρησις μόνον από το έν εις το αντικρυνόν εναντίον του και δεν επιστρέφη πάλιν προς το άλλο μέρος, μήτε κάμνη γύρον, ήξευρε ότι όλα εις το τέλος θα ελάμβαναν το ίδιον σχήμα και θα επάθαινον το ίδιον πάθημα και θα έπαυον από του να γίνωνται.

Την τρίτη φορά δε γλυκογεράνιζε η νεροσυρμή. Δεν έπεφταν κάτασπροι οι αφροί, χιονάτοι σαν πρώτα. Εξέρναε αίμα η σπηλιά. Εροδοκοκίνιζαν βαμένοι στο αίμα οι αφροί. Έπεφταν ρόδινοι κ' έπεφταν φλωμάτοι. Κοντοζύγωσε με δίψα η αγελάδα να πιη. Είδε ματωμένον τον ίσκιο της στην νεροσυρμή. Ελαχτάρισε κ' έφυγε. Αντήχησε βαθύ το παραπονετικό μουκάνημά της στην ακροποταμιά τον κατήφορο.

Κυττάζω εις τον άλλον τοίχον, και βλέπωμου εφάνητον νεκρικόν στέφανον με της ωραίαις γαλάζιαις κορδέλλαις του. Κυττάζω και εις την οροφήν, και βλέπωμου εφάνητα νεκρώσιμα πρώτα κηρία, φέγγοντα με φως αμυδρόν, μικρόν, γαλάζιον φως, φως νεκρόν. Ο κυρ-Στρατής εξηκολούθει θρηνητικώτατα το τροπάριον το πένθιμον.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν