United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μην έχοντας καλλίτερο τρόπο, ας πούμε τουλάχιστο πρώτα μερικά για το διπρόσωπο και τριπρόσωπο ιστορικό μας, να ξέρη ο αναγνώστης ως πού μπορεί να τις παραδέχεται τις αλλόκοτες ιστορίες του. Γεννήθηκε ο Προκόπιος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης στα 490. Έκαμε στην αρχή δικηγόρος στην πατρίδα του· από κει έγινε γραμματικός του στρατηγού του Βελισαρίου, και κατόπι έλαβε κι άλλα αξιώματα.

Μα αφτός με βροντερές φωνές δεν έπαβε να σκούζει «Τ' Ατρέα γιε, τι φταίξαμε και πάλι; τι σου λείπει; 225 Γιομάτο το καλύβι σου μαθές χαλκό, γυναίκες έχεις πολλές και διαλεχτές, που πρώτα πρώτα εσένα σ' τις δίνουμε άμα μπούμε εμείς σε κάνα πλούσιο κάστρο.

Ναι, Δέσποτά μου. Τα κανδηλάκια του Άγι-Αντωνίου. Τα κατέβασεν ένα ένα. Ναι, τώρα θυμούμαι. Τάπλυνε, τα γέμωσε λάδι πρώτα, τα ξεφτίλισε, κι' ύστερα τάναψε. Και μετά τινα διακοπήν.

Οι Τούρκοι εκάλεσαν και τους άλλους να παραδοθώσιν, αλλ' αν και ούτοι είχαν εξαντλήσει τα πολεμεφόδιά των, δεν παρεδίδοντο εις τους εντοπίους. Αι κραυγαί των παραδοθέντων εις την τραπεζαρίαν τους είχον ειδοποίησει περί της τύχης ήτις τους ανέμενε. — Θα πάρετε πρώτα τις τελευταίες μας σφαίρες και έπειτα τα τουφέκια μας, απήντησεν ο Δημακόπουλος έκ τινος κελλίου.

Παράτησε τόρα τα κουπιά ο ψαράς, ο γέρος μου· εφούνταρε το σίδερο στανοιχτά. Αρμάτωσε πρώτα την εδική μου καθετή· τη δόλωσε και μου την έδοσε. Αρμάτωσε και τη δική του τόρα, τη δόλωσε κι αφτή. Στα παγκάρι αφτός γερμένος, πίσωθε καθισμένος εγώ, τις εβουλιάξαμε από την κουπαστή κ' εψαρέβαμε. Εδιάβαζα εγώ και το βιβλίο του φίλου μας.

Εδώ απάνω ανεκατεύουνται κ' οι επίσκοποι της Ρώμης, πρώτα ο Σιμπλίκιος κ' ύστερα ο Φήλικας, και με το να υποστήριζαν τους φανατικούς ορθόδοξους άνοιξαν ακόμα πιώτερο τα κομματικά εκείνα χάσματα. Ο Φήλικας μάλιστα πήγε και κάτι πιο μακρήτερα. Κατηγορώντας τον Ακάκιο που αφήκε το Βασιλέα νανεκατεύεται στα θρησκευτικά, τον αφόρισε.

Ω φωνάζουν όλα αντάμα Τα Ψαράκια, ω! τι θιάμα Σπίτια, δέντρα, όλα ένα Νάτα καταποντισμένα. Φόβου τόπος πλιο δε μένει· Πέλαγος η οικουμένη· Ήρθε ήρθε ο καιρός μας. Είναι ο κόσμος εδικός μας. Τι λες, Μάνα, είναι χρεία Να 'χομε άλλην υποψία ; Μάλιστα, παιδιά μου, τώρα, Να φοβάστε είναι ώρα, Το νερό αυτό διαβαίνει, Κι' η στεριά σαν πρώτα μένει Σταματάτε, αφηκραστήτε, Μην αντέστε, και χαθήτε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι αυτός ποιος είναι και τι λέγει τάχα; ΙΟΚΑΣΤΗ Κορίνθιος, και τον θάνατον του Πόλυβου ήλθε, του βασιλέως και του πατρός σου, ν’ αναγγείλη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλήθεια, ξένε; Λέγε, τι μαντάτα φέρνεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Αν τούτο ν’ αναγγείλω, άναξ, πρώτα θέλης, γνώριζε πως ο Πόλυβος έχει αποθάνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς; μη τον δολοφόνησαν; Ή απ’ αρρώστεια; ΑΓΓΕΛΟΣ Σε μια κλωστούλα κρέμεται η ζωή του γέρου.

Ν' αγριέψη ο κόσμος και νάχουμε φασαρίες!.. Έτρεξε πίσω από τους παπάδες, δίπλα στο κόνισμα κ' έδειχνε μεγάλη κατάνυξη. Όταν φώναζε το πλήθος το «Κύριε ελέησονάνοιγε το στόμα, το φώναζε κ' εκείνος δυνατά, ρυθμικά και μονότονα. Μόλις άρχιζαν τα σταυροκοπήματα, τ' άρχιζε κ' εκείνος και δεν έπαυε αν δεν έπαυαν πρώτα οι άλλοι.

Κ’ έτσι έφυγαν όλοι μαζί, αφού πρώτα ηύραν και χαιρέτησαν και τη θεια Ελέγκω πούτονε χωμένη μέσα στο γυναικομάνι και γλωσσοκοπανούσε . . . Τους θύμησε η Θεια Ελέγκω, του Νίκου και της Λιόλιας, να μην αργήσουνε να πάνε σπίτι και να της φιλήσουν και τη Βεργινίτσα. . . Κάτω στο δρόμο ο κόσμος είχε σκορπίσει και κυλιότανε γλήγορα κατά πάνω και κάτω σα νερό που ξετρέχει σ' ένα δίχτυ από αυλάκια, τόνα μέσα στάλλο . . . Φώναζαν οι πουλητάδες : «Πασσατέμπο ! Φυστίκια αρμυρά !» . . . «Αρωματικόν Σέν-Σέν, πάρτε να μοσχοβολάτε- μια πεντάρα !» . . . «Μπανανούτσες ! μπανανούτσες απ’ την Αμέρικα !» . . . «Μαστίχα ! καλή μαστίχα για τα παιδιά ! » και περνούσε αψηλό το κοντάρι με το στριφογυριστό μαντζούνι τάσπρο και τριανταφυλλί. . . Μασσουλούσαν οι γυναίκες και τα παιδιά καθώς πηγαίνανε στο δρόμο και τα τσέφλια απ' τα φυστίκια που πατιόντουσαν κάνανε σα στράκες και σαν πιστολάκια!. . . Αγόρασε κι ο Περικλής μια δεκάρα Σέν-Σέν και μοίρασε σ' όλους. . . Στο ζαχαροπλαστείο στην Ομόνοια που πήγανε, ως πού να τους σερβίρουνε, με τόσον κόσμο πούχε μαζευτή, νύχτωσε. . .Όσην ώρα μείνανε, δεν έπαψε ο άλλος φίλος, ο χλωμός και συμπαθητικός, πούτον τυπογράφος και λεγότανε Μίμης κι όλο κύτταζε μ' ένα βλέμμα βαθύ κι αλλοιώτικο τη Λιόλια να του πιπιλίζη του Νίκου το μυαλό για έναν «οικογενειακό χορό» που θα γινόταν απόψε στις εννιά στο χοροδιδασκαλείο τους στην Καπνικαρέα, που πήγαιναν ταχτικά από παιδιά με το Νίκο.