United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της έδοσε μια παρηγοριά της δύστυχης και την είπ' Αργύρη την παρηγοριά της. Τον τάγιζε φιλιά, οπού λες, και τον πότιζε μόσχο να μεγαλώση. Με καιρό εμεγάλωσε ο Αργύρης. Έπαιρνε τη φλογέρα του κάθε αβγή κ' επάγαινε κ' ελουζόταν αγνάντια στο Βαθυλάκωμα που το λέμε.

Έλα κοντάμου, παληκάρι, στης Αρκαδιάς τα δάση απάνου, έλα!» Ο Αργύρης θυμώνει, βρίζει, σκούζει, μα ήταν αδύνατο πράμα, και δεν έτυχε νάχη αρματωσιά στο σεχαχλίκι του, για να μπορέση ναντισταθή. Έδοσε μια ο Μπέης, τον άρπαξε στην αγκαλιά του· τον κάθησε πισωκάπουλα στ' αράπικο τάτι του. Εκάρφωσε τα σπερούνια στα πλεβρά ταλόγου, έκαμε τάτι φτερά και δώθε παν οι άλλοι.

Λοιπόν δεν θα θυμώσης μαζί μου, φίλε Ιππία, εάν εγώ φοβηθώ και απαντήσω εις αυτά το εξής; Ναι αλλά αυτόν τον ορισμόν έδοσε διά το ωραίον ο Ιππίας. Μολονότι εγώ τον ερωτούσα απαράλλακτα, καθώς εσύ ερωτάς εμέ, δι' αυτό που φαίνεται ωραίον εις όλους και πάντοτε. Πώς λοιπόν φρονείς; Δεν θα θυμώσης, εάν ειπώ αυτά; Ιππίας.

Είπε κ' εχάθηκε κι αυτήτου ποταμού το κύμα, Το κύμα οπώγειν' ύστερα Βασιλοπούλας μνήμα. Έδοσε ο ήλιος.

Το πρώτο του κορίτσι, η ξανθομαλλούσα η Βασιλική, δυο χρόνια τόρα αρραβωνιασμένη θάνοιγε το σπίτι της κι αυτή, θάβγαινε το κορίτσι από τη συλλογή του, θάβγαινε κι αυτός απ' αυτή την παντρειά. Πέρυσι η σταφίδα τίποτε, λιγοστή, πρόπερσι τα ίδια. Τόρα έδοσε ο θεός κι όλα καλά πήγαιναν. Και τα τραγούδια έρχουνταν γλυκύτερα, από μακριά, κ' η εξοχή χαμογελούσε όμορφη κι ευτυχισμένη.

Είταν ως τριάντα χρόνων παιδί, μαύρος, με βλογοκομμένο πρόσωπο, με χοντρά μουστάκια, με μια πατατούκα μαύρη και με χοντρά χέρια. — Ε!, πατριώτη, μου δίνεις το τσιγάρο σου, ν' ανάψω έκαμε ο υπενωμοτάρχης. Εκείνος στάθηκε τότε, κιτρίνισε, ταράχτηκε, κι άπλωσε το χέρι του κι έδοσε το τσιγάρο του προς τον υπενωμοτάρχη που τον κοίταζε τόρα κατάμματα, φυσώντας τα ρουθούνια του.

Έβγαλεν από την τσέπη του δύο τρεις, και του τις έδοσε. — Να λοιπόν που υπάρχει ο κόσμος έξω, συλλογίστηκε ρίχνοντας γλήγορες ματιές δω και κει στις εφημερίδες. Διάβασε στα θεάματα: — Θ έ α τ ρ ο ν Ο λ ύ μ π ι α· Φάουστ. — Κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς

Παράτησε τόρα τα κουπιά ο ψαράς, ο γέρος μου· εφούνταρε το σίδερο στανοιχτά. Αρμάτωσε πρώτα την εδική μου καθετή· τη δόλωσε και μου την έδοσε. Αρμάτωσε και τη δική του τόρα, τη δόλωσε κι αφτή. Στα παγκάρι αφτός γερμένος, πίσωθε καθισμένος εγώ, τις εβουλιάξαμε από την κουπαστή κ' εψαρέβαμε. Εδιάβαζα εγώ και το βιβλίο του φίλου μας.

Μάβρ' υπομονή! είπ' ένας βαρυποινίτης, σειώντας πάνου κάτου με πικρό παράπονο ταχτένιστό του κεφάλι. — Μάβρη κι αράχνη! είπ' ένας άλλος. Μας έδινε ενού ενού το χέρι, μας εφίλειε δακρυσμένος από μεγάλη του συγκίνηση. Να πάρη να φύγη, που τον έβιαζε κι ο Αρχιφύλακας να κάνη αναγκαστά. Έδοσε το χέρι και στον Ψυχομάνη. Αφτός κάτι του ψιψίρισε σταφτί και τον αποτράβηξε παράμερα στην αγκωνή.