United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί», ξεχύθη κραυγή βραχνή, βοή βαρεία, βαθειά, σα να στενάξαν χίλια μύρια στήθη από της γης τα πέρατα πλατιά. Και με ολόρθο κορμί το παλικάρι, στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή: «Ήρθε ο καιρός», ξανάκραξε, «να πάρη το δίκιο του καθένας στη ζωή.

Αλλά ιδού τες αυτές, να πληρώσουν πικρό χρέος έρχουνται, η Αντιγόνη κ’ η Ισμήνη, να θρηνήσουν τα δυό τους αδέρφια· και θαρρώ με το δίκιο στ’ αλήθεια από μες στα βαθύκολπα ωραία τους στήθια της καρδιάς των θα χύσουν τον πόνο. Αλλ’ εμείς είναι δίκιο και πριν απ’ αυτές τον παράφωνον ύμνον να τονίσωμε των Ερινύων κι από πάνω να ψάλλωμε μισητό τον παιάνα του Άδου.

Ο γέρος έπεσε ανάσκελα, βαρύς, σαν ένα κομμάτι πέτρα. Είχε τελειώσει. Τα πόδια του Παπα-Παρθένη τρέμανε· όλο το κορμί του σάλευε σα φυλλοκάλαμο. Το στόμα του ήτανε στεγνό και πικρό. Ένας κρύος ιδρώτας έβρεχε τα μηλίγκιά του. Τουρχότανε σα ζαλάδα, να πέση κάτω. Έκανε κουράγιο και βγήκε απ' την πόρτα.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κ' είνε το πειο τρανό κακό αυτό που συ θα πάθης: θα φέρης μέσ' στο σπίτι σου γι' αφέντη έναν άνδρα χωρίς μητέρα, γέννημα κάποιας γυναίκας δούλας και απολιτογράφητον• λιγώτερο θα ήταν βέβαια το τούτο κακό, αν έφερνε στο σπίτι από γυναίκα ευγενικιά παιδί, και σ' είχε πείση ότι μ' εκείνη τόκανε, αφού εσύ ήσουν στείρα• κι' αν ίσως πάλιν ήτανε τούτο πικρό για σένα, άλλη γυναίκα ας εύρισκε στο γένος του Αιόλου.

Μες της μάβρης φτώχιας τα χάδια και της ορφάνιας τον πικρό καημό αναστήθηκε. Κρυφή χαρά της είχε να ξεδουλέβη το στερεμένο το ψωμάκι της. Να γεροκομάη τη γριά τη μάνα της·τη μόνη αγάπη και ακριβή που είχε η άμοιρη στον κόσμο. Να οικονομάη, να υφαίνη τα προικιά της τα καλά, μέσα στα μακρυνά νυχτέρια του χειμώνα·το μόνο όνειρό της το παρθενικό.

Του χωρισμού σου την πληγή πώς να τη βγάλω πέρα, Που να με καίγη αρχίνησε σα φλόγα νύχτα ημέρα; Του χωρισμού σου του πικρού το θλιβερό τον πόνο Μέραις θαρρώ πως τον βαστώ, μον δε βαστώ το χρόνο. Του χωρισμού το μέριμνο στο τέλος θα με σώσει, Και τη ζωή για γλήγορα θελά μ' αποσηκόσει. Κι' ο άλυσος κι' η φυλακή μ' εσένα είναι παιγνίδι. Στο χωρισμό σου μ' έφαγε πικρό και μαύρο φίδι.

Το φαρμάκι εσύ μου χύνεις Για τ εκείνης την καρδιά. Τώρα αυτόστο θέλημά σου, Επειδής και τ' άρματά σου, Όπως θέλεις κυβερνάς· Τέλιοσέ μου το χατήρι, Μάκρυνέ μου το ποτήρι, Το πικρό που με κερνάς. Στης καρδιαίς οπού ξετρέχεις, Διο λογιών σαΐταις έχεις, Διο πληγαίς να προξενάς· Με τη μια, δεσμό συμπάθιας, Με την άλλην αντιπάθιας Την ψυχρότητα κινάς.

Απ την αυγή γυρνάω Απ' όξω του Μεσολογγιού, τάχα πως κυνηγάω. Έν' από σας για νάβρω, Έν' αδερφό μου χριστιανό για να του 'πω χαμπέρι, Πικρό χαμπέρι, μαύρο, Που το φυλάγουν μυστικότου Ομέρ-πασά τ' ασκέρι. Παιδιά! Για όνομα Θεού, μη, μη φοβάστε, ακούτε. Το Μεσολόγγι ο Θεός δε θε να χάση ακόμα. Ούτε να πέση η Ρούμελη, ούτε ο Μορηάς μας ούτε. Και τώφερε το μυστικό καιτο δικό μου στόμα.

Μια βολά ο φράγκος πρίγκηπας του Ταράντου, ύστερ' από καλό πετσόκομμα πώφαε από το στρατό του Σκεντέρμπεη, τώστειλε ένα πικρό γράμμα για εκδίκηση ο ανεύγενος, που του κατηγορούσε τη γενιά του Σκεντέρμπεη και που παρώμοιαζε τους αρβανίτες του με κοπάδι χαζά κι ασυλλόγιστα πρόβατα... — Του κι τέμενε, του κι τέμενε, παλιοφρέγκ μουρντάρ!

Έτσι έσβυσε η ζωή του, κι' από τη χούφτα αφίνοντος να πέσει χάμου ο πόδας στρώθηκε εκεί τ' απίστομα στον Πάτροκλο από πάνου, 300 μακριά απ' την πλούσια Λάρισσα, και να γεροκομήσει γραφτό δεν τούταν τους γονιούς, μον τούκοψε τα νιάτα ο Αίας, γίγας μαχητής, με το πικρό κοντάρι.