United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• «Ω φίλε, αφού είπες φρόνιμα, όσ' άνθρωπος με γνώσι, και από σε μεγαλήτερος, ήθελε ειπή και πράξη• 205 τέτοιου πατρός, δεν ημπορείς ή φρόνιμα να λέγης• καλόγνωρ' είν' η γενεά τ' ανδρός, οπού ο Κρονίδης του γάμου και της γενετής ευτύχισε την ώρα, ως έδωκε του Νέστορα να ήναι ολοκαιρής του, και αυτός λαμπράτο σπίτι του τα γέρα να περνάη, 210 κ' υιούς να έχη συνετούς και 'ς τ' άρματα μεγάλους. κ' εμείς το κλάμμ' ας παύσουμεν, όπ' είχε γίνει πρώτα• του δείπνου ας κάμουμεν αρχή, και το νερότα χέρια ας χύσουν, και αύριο το ταχύ θα γίν' η ομιλία, οπού ο Τηλέμαχος κ' εγώ θα ειπούμε μεταξύ μας». 215

Το κομματάκι αυτό είναι λίγο παρακάτω στο άρθρο, αλλά μπορώ να σου το διαβάσω από τώρα: «Η λαϊκή κραυγή της εποχής μας είναι: «Ας ξαναγυρίσουμε στη Ζωή και στη Φύση. Αυτές θα μας ξαναπλάσουν την Τέχνη και θα χύσουν στις φλέβες της το κόκκινο αίμα· στα πόδια της θα δώσουν γρηγοράδα και στα χέρια της δύναμη». Όμως αλλοίμονο! απατώμεθα στις αξιέραστες και καλόβολες προσπάθειές μας.

Μα κι' ο Μενέλας έτρεμε το ίδιογιατί ο ύπνος 25 και τα δικά του βλέφαρα δεν τάγγιζεμην πάθουν οι Δαναοί, που χάρη του πολύ γιαλό περνώντας ήρθαν στην Τρία, πρόθυμοι το αίμα τους να χύσουν. Πρώτα στην πλάτη τη φαρδιά παρδαλακιό με βούλες ρήχνει, και στο κεφάλι του σηκώνει το χαλκένιο 30 γερό του κράνος και φοράει, και παίρνει το κοντάρι στη σταλωμένη χέρα του.

Ότε ο Δημήτρης έφθασεν εκεί, ο ήλιος είχεν υψωθή αρκετά ώστε να στεγνώση την πάχνην της νυκτός και ν' αφήση τα άνθη και τα φυτά να χύσουν ελεύθερα το άρωμά των. Αι αηδόνες, οι κόσσυφοι, όλα τα πουλάκια της λαγκαδιάς, έψαλλον εν αμίλλη ευτυχισμένα· η χλιαρότης εκείνη εμέθυε και τα ζωύφια ακόμη και ήρχετο από παντού πέριξ βόμβος γλυκύς και αόριστος.

Έψαλαν τους αιγλήεντας, τους ουρανίους αγγέλους, οίτινες επτερύγιζον περί την φάτνην, και τα άστρα τα επιβραδύναντα την περιστροφικήν κίνησίν των, διά να χύσουν το φέγγος των εις το μειδιών εκείνο βρέφος.

Ι. Μπεντιέ γίνεται ο άξιος συνεχιστής των παληών τροβαδούρων που εδοκίμασαν να χύσουν στο ελαφρό κρύσταλλο της γλώσσης μας το μεθυστικό ποτό όπου οι δύο αγαπημένοι της Κορνουάλλης ήπιαν, στους παληούς καιρούς, την αγάπη και τον θάνατο.

Η αίθουσα είχε πληρωθή εκ του αρώματος των ίων. Αι υέλινοι σφαίραι της Αλεξανδρείας διέχεον πολύχρωμον φως. Πλησίον των ανακλίντρων ίσταντο νεάνιδες, αίτινες ώφειλον να χύσουν αρώματα εις τους πόδας των προσκεκλημένων. Στηριζόμενοι επί του τοίχου οι κιθαρισταί και οι χορωδοί ανέμενον το σύνθημα του αρχηγού των. Ο Πετρώνιος συνωμίλει.

Αλλά ιδού τες αυτές, να πληρώσουν πικρό χρέος έρχουνται, η Αντιγόνη κ’ η Ισμήνη, να θρηνήσουν τα δυό τους αδέρφια· και θαρρώ με το δίκιο στ’ αλήθεια από μες στα βαθύκολπα ωραία τους στήθια της καρδιάς των θα χύσουν τον πόνο. Αλλ’ εμείς είναι δίκιο και πριν απ’ αυτές τον παράφωνον ύμνον να τονίσωμε των Ερινύων κι από πάνω να ψάλλωμε μισητό τον παιάνα του Άδου.