United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205 άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· έκλαψεν, έδραμεαυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαιςτον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· «Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210 οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε αχώριστοι, ως να φθάσουμετου γήρατος την θύρα. τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215 μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, ήθελε πέσει ερωτικάανθρώπου ξένου αγκάλαις, αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220 οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.

Όσο θωρείς ολόμπροστα το βασιλιά Αγαμέμνο π' όλο με τ' όπλο του χοιμάει και λόχους π' αλωνίζει, πόδιζε ως τότες, κράζοντας στα παλικάρια, πίσω να περιορίζουν τους οχτρούς όσο μπορούνε πάντα· 205 μα από κοντάρι αν χτυπηθεί ή φάει καμιά σαΐτα και μπει στ' αμάξι, τότες πια θα σου χαρίσει νίκη να σφάζεις κι' ως στα γλήγορα να κυνηγάς καράβια, όσο να σκοτεινιάσει η γης και βασιλέψει ο ήλιος

Γιατί ήρθε μια φορά κι' εδώ ο θεϊκός Δυσσέας, 205 σταλμένος με το βασιλιά Μενέλα απ' αφορμή σου. Κι' έγινα εγώ προστάτης τους, τους φίλεψα στο σπίτι, κι' είδα τη γνώμη και των διο και τις βαθιές τους σκέψες. Τότες σαν πήγαν κι' έσμιξαν τη συντυχιά των Τρώων, όρθιοι, τους ώμους πιο αψηλά τους κράταε ο Μενέλας· 210 κάθουνταν, και πιο αρχοντικός φαινότανε ο Δυσσέας.

Αυτά 'πε• συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος• 205 και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας, και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια μώφυγε• και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος, και προς αυτήν εφώναζα• «τι φεύγεις, ω μητέρα, εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, 210 όπως και οι δυοτην κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε. μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν

Δυστυχώς οι Βαυαροί, αντί να προσληφθώσι διά την διοργάνωσιν του στρατού, εκλήθησαν διά τον καταρτισμόν αυτού, και εν χώρα όπου δεν έλειπον βεβαίως οι στρατεύσιμοι άνδρες, επί στρατού 8,205 ανδρών, οίος ήτο ο ελληνικός κατά το θέρος του 1835, άπαντες σχεδόν οι 5,142 τακτικοί ήσαν Βαυαροί . Όπως λέγει ο κ. Κυριακίδης , οι διδάσκαλοι υπήρχον, οι μαθηταί είχον εκδιωχθή.

Τότε η γοργόποδη Ίριδα τ' απάντησε και τούπε 200 «Έτσι λοιπόν, αφτά να πω, Τραντάχτη μαβρομάλλη, στο Δία θες τα λόγια σουσφιχτά πεισματωμένα — ή θες ν' αλλάξεις; Αλλαχτή του γνωστικού 'ναι η γνώμη. Τους πιο μεγάλους πως βοηθούν το ξέρεις οι ΚακίστρεςΤότες της είπε ο Ποσειδός, ο μαβρομάλλης σείστης 205 «Σωστός πολύ, Ίριδα θεά, ο λόγος σου.

Είπε και αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη. και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε• μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες 200 της στάνης φύλακες• και αυτός τον κύριον ωδηγούσε παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, όπ' ακουμπούσετο ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο, σιμάτην πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205 την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις, του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα, και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος, ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210 βωμός, οπού θυσίαζανταις νύμφαις οι διαβάταις,— εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου, κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες. και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215 λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα•

Σάστισε εκείνος και γυρνάει, κι' αναγνωρίζει αμέσως την Αθηνά που ξάστραφταν τα φοβερά της μάτια. 200 Και κράζοντάς την της λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Κόρη του Δία σκιαχτερή, γιατί ήρθες τώρα πάλι; μη θες να δεις την αψηφιά του βασιλιά Αγαμέμνου; Εγώ 'να λόγο θα σου πω που ίσως τον δεις να γίνει· σα γλήγορα οι περφάνιες του στον Άδη θαν τον πάνε205

Είπε, κι' αφτοί προσέφκουνταν στο γιο του Κρόνου Δία, 200 κι' είπαν ξανάπαν, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, π' αψηλά ορίζεις οχ την Ίδα, μεγάλε, μυριοδόξαστε! του Αία δώσ' του νίκη, και βοήθησέ τον ζηλεφτό καμάρι να κερδίσει· μα αν και τον Έχτορα αγαπάς, την συλλογή του αν έχεις, καν ίση δώσ' τους και των διο τη δύναμη και δόξα205

Κι' η Αθηνά του βάζει γύρω στους ώμους τους γερούς την κροσσωμένη αιγίδα. και του στεφάνωσε η θεά με σύγνεφο την κόμη 205 χρυσό· όθες λαμπαδόφτερες κυκλοπηδούσαν φλόγες.