United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτα στους ώμους κρέμασε την κροσσωμένη ασπίδα, φριχτή, που κύκλωθε παντού την τριγυρίζει ο Φόβος, και μέσα η τόλμη, η Όχτρητα, και τ' άχαρο Κυνήγι, 740 μέσα κι' η κάρα του φριχτού τεράτου, της Γοργόνας, άγριο κεφάλι σκιαχτερό και του Διός σημάδι. Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα.

Σαν εκτίσθηκε ο πύργος, έκλεισε μέσα τη βασιλοπούλα και κλείδωσε όλες τις σιδερόπορτες και κρέμασε τα χρυσά κλειδιά στη μέση του. Σαν εκλείσθηκε η βασιλοπούλα μέσα στον πύργο, άρχισε να την τρώη το μαράζι.

Αλλά ο Τριστάνος δε βλέπει το αίμα που ξεβρυσάει και κοκκινίζει, τα σεντόνια. Έξω στο φως του φεγγαριού, ο νάνος είδε με τα μάγια του ότι είχαν σμίξει οι αγαπητικοί. Τρεμούλιασε από τη χαρά του, και είπε στο Βασιληά: «Πήγαινε, κι' αν αυτή τη φορά δεν τους πιάσης στα φόρα, κρέμασέ μεΠηγαίνουν λοιπόν στο δωμάτιο, ο Βασιλιάς, ο νάνος, και οι τέσσερες προδότες. Ο Τριστάνος τους ακούει.

Τι γράφει απάνω;., αριθμό έχει μονάχα. . πουν' η ρετσέτα; -Την κρατήσανε στο φαρμακείο. Άνοιξ’ ένα σκονάκι ο γιατρός κ' έβαλε στη γλώσσα του και χτύπησε τα χείλια του. . σήκωσε τους ώμους και κρέμασε το κάτω χείλι τον, σα νάθελε να πη: «ξέρω κ' εγώ τι κουραφέξαλα είνε αυτά !» -Τώρα ό,τι είναι είναι! Σταθήτε να κάμουμε μια στιγμή την ένεση.

Αν ήν' αλήθεια, τότε συ, αν θέλης, κρέμασέ με! κλονίζεται το θάρρος μου κι' αρχίζω ν' αμφιβάλλω αν μ' απατά ο Σατανάς κ' είν' η αλήθεια ψεύδος! «Ο Μάκβεθ δεν θα νικηθή, εκτός εάν κινήση εις την Δουνσινάνην ν' αναβή το δάσος της ΒιρνάμηςΙδού, το δάσος έρχεταιτην Δουνσινάνην τώρα! — τα όπλα, κ' έξω! — Αν αυτός το είδεν όπως λέγει, ούτε να φύγω μ' ωφελεί και ούτ' εδώ να μείνω.

Μ' αν θέλη την καρδιά μου να την κάνη χάρισμα, άδικα πασχίζει κι' αγωνίζεται. Αυτή δεν την ορίζει. Και σκύβοντας λυπητερά το κεφάλι του, για να κρύψη δυο δάκρυα που στάζανε στα χλωμά του μάγουλα, είπε σιγά: — Αλλοίμονο! Ούτ' εγώ ατός μου την ορίζω. Κ' έφυγε βιαστικά, πνίγοντας ταναφυλλητά του στήθους του. Το βασιλόπουλο κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και ξεκίνησε για το βουνό.

Εφτύς στους ώμους κρέμασε το γυριστό δοξάρι, κι' έβαλε στο κορμί προβιά ψαροτριχάτου λύκου, και σκούφο νιφιτσόπετσο στην κεφαλή, και πήρε 335 το κοφτερό κοντάρι του. Έτσι κινά απ' τον κάμπο κατά τα πλοία... όμως γραφτό δεν τούταν να γυρίσει και των οχτρών στον Έχτορα να πάει μαντάτα πίσω. Έτσι το πλήθος των αντρών αφίνοντας κι' αλόγων, παίρνει τη στράτα πρόθυμος.

Ακόμα βρίσκει κανείς εδώ κι εκεί κάτω από το Κάστρο. Δώστα μου κι εγώ θα σου τα κάνω ν’ αυγατίσουν». Η Καλίνα της τα έδωσε. Κράτησε μόνο ένα με μια τρύπα και το κρέμασε στο λαιμό της περασμένο σ’ ένα δερμάτινο κορδόνι, κόκκινο. «Πηγαίνετε», είπε στη γυναίκα. «Σώστε μια ψυχή. Κάνετε πως δεν με πιστεύετε για να κρατήσω το μυστικό. Εγώ όμως θα το κρατήσω έτσι κι αλλιώςΚαι έπεσε καταγής σαν νεκρή.

Κι' ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάειπε: — Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι' αν γέρασα κι' αν δε γέρασα! Το κύτταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαχολήση.....Κρέμασε τα μούτρα κι' άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι' άρχισε να κλαίη, και τα δάκρυα της κίνησαν κι' έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι.

Για να χαρεθή ο κύριός του όταν θα ξυπνούσε, ο Γκορνεβάλης κρέμασε από τα μαλλιά το κεφάλι στη διχάλα της καλύβας, και τα πυκνά φύλλα το επλαισίωναν γύρω-γύρω. Ο Τριστάνος ξύπνησε και είδε μισοκρυμμένο πίσω από τα φύλλα, το κεφάλι που τον εκύτταζε. Αναγνωρίζει τον Γκενελόν. Ταραγμένος, σηκώνεται όρθιος. Αλλά ο Γκορνεβάλης του φωνάζει: «Ησύχασε, είναι νεκρός. Μ' αυτό το σπαθί τον σκότωσα.