Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Ενώ δε οι Αθηναίοι ελεηλάτουν τα παράλια της Λακωνικής, οι Λακεδαιμόνιοι έμεναν ως επί το πλείστον ήσυχοι, διότι, όπου εγίνετο απόβασις, οι εκεί φρουρούντες ενόμιζον ότι ήσαν κατώτεροι κατά τον αριθμόν και ο ταραγμένος νους αυτών έρρεπε προς τοιαύτην υπόθεσιν.
Μη με ξεχνάτε, αδελφοί, στης Κυριακάτικες αγάπες. . . Οι ανωτέρω — Λούπος Ορμάει ταραγμένος ο Λούπος, νεανίας με χιτωνίσκο πράσινο. ΛΟΥΠΟΣ. Τώλπιζες τη ζωή να χάση ο ταύρος μ' ενός προβάτου χτύπημα; ΕΠΑΡΧΟΣ. Λούπε, τι τρέχει;
Εχεκράτης. Και πώς όχι; Φαίδων. Και εκείνος λοιπόν ευρίσκετο όλως διόλου εις τοιαύτην κατάστασιν και εγώ ο ίδιος ήμην ταραγμένος και οι άλλοι. Εχεκράτης. Και ποίοι, Φαίδων, έτυχε να παρευρίσκωνται εκεί ; Φαίδων.
Ερρίχτηκα δίπλα στον τάφο! κατάπληκτος, ταραγμένος, στενοχωρημένος, με καταξεσχισμένη καρδιά, αλλά δεν ήξερα τι μου συνέβηκε τι θα μου συμβή. — Θάνατος! τάφος! δεν καταλαβαίνω αυτές τις λέξεις! Ω, συγχώρησέ με! συγχώρησέ με! Χθες θα ήτο η τελευταία στιγμή της ζωής μου! Ω άγγελε!
Κι ο Συμεών, αγριεμμένος, ταραγμένος, απόμεινε μ' ανοιχτό στόμα, κάμνοντας το σταυρό του. — Μας έκλεψαν και δε μας έκλεψαν, πες... Ας είνε. Ας τ' ακούση και του λόγου του από δω, δεν πειράζει. Εκείνοι οι δυο χωριάτες απάνω απ' το Καψί, που πλάγιασαν εδώ χτες νύχτα, έκατσαν ίσα με το γιόμα. Ο ένας έκανε τον ανήμπορο.
Εις την αυξάνουσαν οργήν του Οιδίποδος ο μάντις προσθέτει υπαινιγμούς, δια των οποίων θέλει να ειπή ότι ο Οιδίπους είναι φονεύς του πατρός του και συνοικεί με την μητέρα του, και του προλέγει, ότι μέλλει τυφλός να πλανάται ανά την γην ζητών τόπον αναπαύσεως. Ο Χορός εις το πρώτον στάσιμον δείχνεται ταραγμένος από τους λόγους του Τειρεσία.
Για να χαρεθή ο κύριός του όταν θα ξυπνούσε, ο Γκορνεβάλης κρέμασε από τα μαλλιά το κεφάλι στη διχάλα της καλύβας, και τα πυκνά φύλλα το επλαισίωναν γύρω-γύρω. Ο Τριστάνος ξύπνησε και είδε μισοκρυμμένο πίσω από τα φύλλα, το κεφάλι που τον εκύτταζε. Αναγνωρίζει τον Γκενελόν. Ταραγμένος, σηκώνεται όρθιος. Αλλά ο Γκορνεβάλης του φωνάζει: «Ησύχασε, είναι νεκρός. Μ' αυτό το σπαθί τον σκότωσα.
Πηγαίνει αμέσως στον Ολλανδό δικαστή· κι' όπως ήτανε λιγάκι ταραγμένος, χτυπά απότομα την πόρτα· μπαίνει, εκθέτει το δυστύχημά του, φωνάζει λιγάκι περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε.
Ανιστορούσε τα πάθια του Σεβήρου, τη φεβγάλα του Γαλερίου, έβλεπε και τους στρατηγούς του σα μουδιασμένους — όλα σαν ανάποδα του φαινόντανε. Μέρα νύχτα ταραγμένος κι ανήσυχος. Πώς να τον καταπονέση τέτοιον αντίπαλο. Τότες πρωτοφάνηκε η μητέρα του. Παρουσιάζεται η Ελένη, και την ετοιμόφλεχτη φαντασία του γιου της την κορώνει με ιδέα θεότολμη.
ΛΕΝΩΞ Να, εδώ. — Τι έπαθες και είσαι ταραγμένος; ΜΑΚΒΕΘ Ποιος από σας τόκαμ' αυτό; ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΙ Τι πράγμα, ω αυθέντα; ΜΑΚΒΕΘ προς το φάσμα. Δεν ημπορείς να μου ειπής ότι εγώ σου πταίω!.., Μη τα μαλλιά σου μου κινής τα αιματοβαμμένα! ΡΩΣ Δεν είναι, άρχοντες, καλά ο Μάκβεθ! Σηκωθήτε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Καθήσετε, ω άρχοντες. Αυτά συχνά τα έχει, και από νέος μάλιστα! Κανείς σας μη σαλεύση!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν