United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ο Συμεών, αγριεμμένος, ταραγμένος, απόμεινε μ' ανοιχτό στόμα, κάμνοντας το σταυρό του. — Μας έκλεψαν και δε μας έκλεψαν, πες... Ας είνε. Ας τ' ακούση και του λόγου του από δω, δεν πειράζει. Εκείνοι οι δυο χωριάτες απάνω απ' το Καψί, που πλάγιασαν εδώ χτες νύχτα, έκατσαν ίσα με το γιόμα. Ο ένας έκανε τον ανήμπορο.

Τo στόμα της έδειχνε κυρτωμένο σ' ένα τόξο, που θάτον ακόμα πιο τρομερό αν ήτονε γέλοιο κι όχι κλάμα βαστηγμένο μιας ψυχής που σπάραζε . . . Τώρα ο Νίκος ερχόταν το απόγεμα από νωρίς στο σπίτι πολλές φορές και δε ματάβγαινε καθόλου ύστερ’ απ' το γιόμα.

Με τι τάξι να βαλθούν, Και με πια να φαγοθούν Μόνος είσαι, που γνωρίζεις Μόνος άξιος να φροντίζης. Κι' έτζι η γλώσσα σου ιστορεί Γιόμα, δείπνο, που μπορεί Σ' όλους όρεξι να φέρη Εις αυτά ν' απλόσουν χέρι. Είναι χάρι φυσική, Μον ενόθη η πραχτική, Όθεν σύντρεξαν να γένης Πρώτος τόπος οικουμένης.

Η τέλεια της η συμμετρία της έσωνε. Δεν άργησε να ζυγώση τα δάση της σύδεντρης εκείνης κοιλάδας. Κοντοστέκεται, ρίχνει περίγυρα σιγανή ματιά, και διαλέγει πηχτόκλαδη και πλατύσκιωτη καστανιά. Εκεί αποκάτω καθίζει, και γεύεται ταπλοϊκό της φαγεί. Άψε σβύσε το γιόμα της. Λες κ' είτανε πουλί και τσίμπησε μερικά ψίχουλα.

Ότι, άρχοντας αυτός τώρα, πώς θα μπορή ν' ανεβοκατεβαίνη από το σπίτι 'ςτ' αργαστήρι κι από τ' αργαστήρι 'ςτό σπίτι του αυγή, γιόμα και βράδυ περπατώντας, τόσο δρόμο, τόσον ανήφορο.

Ο δεκανέας μάζεψε τους στρατιώτες του, τους είπε ολονών κάτι τι κρυφά στ' αυτί και τους αμόλησε δεξιά κι αριστερά. Αυτός έκατσε μαζί μας σ' ένα μαγαζάκι του χωριού, παίζοντας σκαμπίλι μ' ένα κοντόχοντρο χωριάτη, τρώγοντας λουκούμι και πίνοντας ρακί. Ίσα με το γιόμα οι στρατιώτες πλάκωσαν. Το κυνήγι τους δε πήγε χαμένο. Έφεραν καμιά δεκαριά χρεοφειλέτες, άλλους αμολυτούς κι άλλους λιταριασμένους.

Ακόμα, πάτερ Συμεών, είπε ο ηγούμενος, περιμένουμε απ' το χωριό τον αστυνόμο. — Τον αστυνόμο!, αα, τι τρέχει; — Δεν τάμαθες! — Είμουνα κάτου στ' αμπελάκια σήμερα, τόρα γιαγιά ήρθα, χαμπάρι δεν έχω. — Είχαμε φασαρίες σήμερα το γιόμα. Μας έκλεψαν, πάτερ Συμεών. Κι ο ηγούμενος χαμογέλασε. — Μας έκλεψαν, τι;, πώς;, πότε;. Μας έκλεψαν!...

Ότι, άρχοντας αυτός τώρα, πώς θα μπορή ν' ανεβοκατεβαίνη από το σπίτι 'ςτ' αργαστήρι κι από τ' αργαστήρι 'ςτο σπίτι του αυγή, γιόμα και βράδυ περπατώντας, τόσο δρόμο, τόσον ανήφορο.

Γιατί κι' ατή σου το νογάς, κι' ατή σου τ' απεικάζεις, Ανισως ας με χωριστής, το χάρο μου τοιμάζεις. Αχ, είναι η πρώτη μου φωνή Καθώς ημέρα να γενή· Βραδιάζει, κι' αχ φωνάζω, Μ' αυτό το αχ πλαγιάζω. Γιόμα μου είναι οι στενασμοί· Και οι πικροί συλλογισμοί· Δειπνώ μελαχολία, Σκληρήν απελπισία. Έχω τα δάκρυά μου πιοτό, Τα βασανά μου φαγητό. Ζιώ για να τυραγνιούμαι, Αφόν της σ' υστερούμαι.