Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Ακόμα, πάτερ Συμεών, είπε ο ηγούμενος, περιμένουμε απ' το χωριό τον αστυνόμο. — Τον αστυνόμο!, αα, τι τρέχει; — Δεν τάμαθες! — Είμουνα κάτου στ' αμπελάκια σήμερα, τόρα γιαγιά ήρθα, χαμπάρι δεν έχω. — Είχαμε φασαρίες σήμερα το γιόμα. Μας έκλεψαν, πάτερ Συμεών. Κι ο ηγούμενος χαμογέλασε. — Μας έκλεψαν, τι;, πώς;, πότε;. Μας έκλεψαν!...

Εν τούτοις ο Μάχτος εξηκολούθει να ασπάζηται την χείρα της Αϊμάς, και ο Θευδάς προέβη εις δευτέραν απόπειραν: «Φίλε μου, θα έλθη τώρα ο φιλόσοφος, κάμε φρόνιμα», τω είπε. «Ποίος φιλόσοφος;» — «Ο αυθέντης μου». — «Τώρα δεν μου έλεγες να πάμε να τον βρούμε;» — «Αλήθεια», είπεν ο Θευδάς. «Αφού λοιπόν θα έλθη, διατί μου είπες να πάμε;» — «Αν θέλης πηγαίνομε», απήντησεν ο Θευδάς. «Αλλ' αφού θα έλθη», είπε ο Μάχτος. «Δεν ειξεύρω σίγουρα, αν θα έλθη». — «Λοιπόν τότε πήγαινε συ να μάθης, είπεν ο Μάχτος, και έλα να μου πης αν πρέπει να πάμε ή να περιμένουμε». — «Αλλ' εγώ είμαι κουρασμένος, απήντησεν ο Θευδάς· συ μ' εξεγλώσσασες, μ' αφάνισες 'στόν δρόμο». — «Και μήπως αν θα έλθω και εγώ μαζύ, δεν θα ήσαι κουρασμένος;» Ο Θευδάς δεν απήντησεν.

Και πρόστεσε: — Ίσως το μικρό, που περιμένουμε, να μπορέση να κάμη εκείνο που δεν το μπόρεσε άλλο τίποτες. Τη σύντομη αυτή ομιλία τη συλλογίστηκα συχνά και του κάκου ζητούσα να τη συναρμώσω με την αθόλωτη ευτυχία, που απολάψαμε το περασμένο καλοκαίρι.

Είχαμε δυο αγόρια κ' είτανε φυσικό το μικρό πλάσμα, που περιμέναμε, να τονομάζουμε «το κοριτσάκι». Το περιμέναμε και μιλούσαμε γι' αυτό· κ' ένα μεσημέρι, που γύρισα σπίτι από την εργασία μου, η Έλσα μου είπε: — Αυτό που περιμένουμε είναι ο άγγελός μου και θα με σώση. Τόσον καιρό είχα λησμονήσει πως κάποτε τρέξαμε κάποιον κίντυνο, γι' αυτό δεν ένοιωσα τα λόγια της αμέσως.

Η ελευτεριά δεν πέφτει από τον ουρανό σαν το μ ά ν α. Τι, περιμένουμε; Από τ ώ ρ α πρέπει ναρχίσουμε να δουλεύουμε, δούλοι κ' ελεύτεροι, για να ενωθεί η φυλή μας σ' έ ν α κράτος. Μα και οι νόμοι και τα συστήματα, που μας φόρτωσαν εμάς τους Ελλαδίτες, οι πρώτοι και κατοπινοί μας νομοθέτεςνομοθέτες θεότυφλοι, ― είναι στραβά κι ανάποδα.

Δι' άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν. — Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιον είνε ο Γεωργάκης; — Με τον καπετάν Κωνσταντή πλειο! τον περιμένουμε απ' τη Σαλονίκη. Πήγαν αλάτι απ' ταις Φώκαις.

Θα μου δώσετε απάντηση σε κάθ' ερώτησή μου . . . Έλα λοιπόν πέστε μου, ο Σταύρος ά θυμάμαι καλά, δεν είτανε ένας αψηλός, με ωραίο παρουσιαστικό, με λίγο μαύρο μουστακάκι, με μάτια μεγάλα μαύρα, μαλλιά μαύρα σαν της μητέρας: ΓΙΑΓΙΑ Ναι, ναι . . Αχ πόσο έμοιαζε μ' εκείνη .. . Τα χαρακτηριστικά της, την ψυχή της, όλα του τα είχε δώσει. Περιμένουμε, κυρία, κανένα μουσαφίρη, κανένα συγγενή;

Καθάρισε καλά για να μην έχουμε πολλή δουλειά στο γάμο». «Το δικό σου με τον Έφις;», είπε η Πατσάνα. «Όσο για τον ντον Πρέντου πρέπει να περιμένουμε πρώτα τη ντόνα Νοέμι να πει το ναι!» Η Στεφάνα όμως τη μούντζωσε, έτσι και αλλιώς τα λόγια αυτά της φαίνονταν παράλογα.

Δεν έχουμε βέβαια αναρίθμητα χρήματα, μα πρώτα γίνονται σπατάλες, κ' έπειτα, μ' αυτά που έχουμε, μπορούμε να κάνουμε πολλά, αν θέλουμε να κάνουμε πολλά. Πότε περιμένουμε ναρχίσουμε να το κάνουμε όλοιμέσα και έξω Έλληνεςδουλειά μας αυτό, δεν ξέρω.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν