United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οχ! λέγει ο άντρας, αμ γιατί Του κάκου να λυπιέσαι, Και δεν παρηγοριέσαι; Καν το γιατρό δεν αγρηκάς, Που λέει να παντέχω, Και κίντυνο δεν έχω; Αμ μα τι θάρρος, και καρδιά; Η άτυχη φωνάζει, Βαριά αναστενάζει, Αφού ακέρια φαμηλιά Την έχει μακαρίσει, Σ' εσένα θα ευτυχίσει! Φ θ ο ν ε ρ ό ς

Σίμωσα το πουρνάρι, βαστώντας το καπίστρι του μουλαριού στα χέρια μου, και πιάνομαι από το σχοινί της καμπάνας, που το κούναε δώθε και κείθε τ' απαλό φύσημα τ' αυγερινού δροσόπαγου. Με τους πρώτους της χτύπους όμως προγγάει το μουλάρι μου ξαφνιασμένο και ξεφεύγει από τα χέρια μου με κίντυνο να με παρασύρη κ' εμένα τον κατήφορο, αν δεν τ' απολούσα.

Είχαμε δυο αγόρια κ' είτανε φυσικό το μικρό πλάσμα, που περιμέναμε, να τονομάζουμε «το κοριτσάκι». Το περιμέναμε και μιλούσαμε γι' αυτό· κ' ένα μεσημέρι, που γύρισα σπίτι από την εργασία μου, η Έλσα μου είπε: — Αυτό που περιμένουμε είναι ο άγγελός μου και θα με σώση. Τόσον καιρό είχα λησμονήσει πως κάποτε τρέξαμε κάποιον κίντυνο, γι' αυτό δεν ένοιωσα τα λόγια της αμέσως.

Γιατί και άξιον μ' έκαμε με δύναμι περίσσια, Οπού σε κάθε κίντυνο βαστώ παληκαρίσια Μηδέ του αθρώπου το κορμί, που τόσο δα φαντάζει, Μου φέρει φόβο στην καρδιά, ή να ειπής με σκιάζει. 110 Τα ίσια μες το στρώμα του, οπού κοιμάται, πάνω, Την άκρα από το δάχτυλο, τη φτέρνα του δαγκάνω.

Κι' ο αφέντης που σ' ορίζει, Αφορμής και σε γνωρίζει, Σαν οκνόν και ακαμάτη, Σε ραβδίζει από κομμάτι· Όθεν είσαι αναγκασμένος, Σα σε ταύτα μαθημένος, Να περνάς σε ησυχία Δίχως άλλη σου υποψία. Αν τα πρόβατα παντέχουν Κάννα κίντυνο δεν τρέχουν, Μη θαρρείς απ' αγνωμιά τους Δε νογάν τη συφορά τους. Μόνε οι αθρώποι τα κουρεύουν, Τα αρμέν, τα σημαδεύουν.

Σίμωσα το πουρνάρι, βαστώντας το καπίστρι του μουλαριού στα χέρια μου, και πιάνομαι από το σχοινί της καμπάνας, που το κούναε δώθε και κείθε τ' απαλό φύσημα τ' αυγερινού δροσόπαγου. Με τους πρώτους της χτύπους όμως προγγάει το μουλάρι μου ξαφνιασμένο και ξεφεύγει από τα χέρια μου με κίντυνο να με παρασύρη κ' εμένα τον κατήφορο, αν δεν τ' απολούσα.

Την παρατήρηση τούτη σας σημειώνω όλως διόλου παραπανιστά εδώ πέρα, με κίντυνο να θεωρηθώ κάπως σκολαστικός.

Έτσι πέρασε ένας χρόνος δίχως να το νοιώσουμε πώς πέρασε, Μα τον καιρόν αυτό άρχισε η Έλσα να υποφέρη σοβαρά και χωρίς ναλλάξουμε λέξη γι' αυτό το πράμα μεταξύ μας, γνωρίζαμε πως υπήρχε μόνον ένα μέσο. Η εγχείριση, που είχε γίνει μια φορά προτήτερα, μας είχε δείξει τον κίντυνο, και τα συμπτώματα που φαινότανε τώρα μας είταν αρκετά γνωστά.

Και το βράδυ πως να κρατηθώ να μην πάω να πω του Βαγγελιού ότι θα πήγαινα στην Καλυβιανή να την παρακαλέσω γιαυτήν κιότι πίστευα να γίνη το θαύμα; Πρέπει να επαναλάβω ότι ο φόβος της αρρώστειας δε μπορούσε να με κυριεύση. Δεν πίστευα ως πραγματικό αυτόν τον κίντυνο, γιατί και δεν τον ένιωθα· πολλάκις κιολότελα το λησμονούσα.

Είπε, κι' αφτοί αρκετοί ήθελαν να παν με το Διομήδη, θέλανε οι Αίιδες οι διο, τα θεοπαίδια τ' Άρη, τόθελε ο γιος του Νέστορα και τόθελε ο Μηριόνης, τόθελε και τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, 230 τόθελε ο αγονάτιστος Δυσσέας μες στους Τρώες να μπει, τι πάντα γύρεβε τον κίντυνο η καρδιά του.