United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εφρόντιζεν αν την ίδουν πλέον, καθόλου δεν εφρόντιζεν· αυτή ήθελε να ίδη. — Δεν ένε· είπεν αίφνης, χαμηλοφώνως. Κ' επανέπεσεν οπίσω επί των ποδών της. Έμεινε δ' εκεί, ελαφρώς πελιδνή την όψιν και πεισμωμένη, το βλέμμα κρατούσα προσηλωμένον επί ενός στάχυος, του οποίου η κεφαλή εταλαντεύετο εις το φύσημα του ανέμου.

Ο Ρούντυ ποτέ προτήτερα δεν είχε πάει τόσον υψηλά, ποτέ ακόμη δεν είχε πατήσει το πόδι του το εκτεταμένον της χιόνος πέλαγος. Εδώ εμπρός του έκειτο τώρα, με τα ασάλευτα χιονώδη κύματά του, από τα οποία ο άνεμος πότε-πότε παρέσυρε μακράν με το φύσημά του μίαν τουλούπα, όπως παίρνει με το φύσημά του τον αφρόν από τα κύματα της θαλάσσης. Οι Παγώνες ίσταντο εδώ χέρι με χέρι, ημπορεί να πη κανείς.

Μία και μόνη είνε Η οδός, και εις τον τάφον Φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη Αμάχητον με χείρα Ωθεί τους ζώντας. Υιέ μου πνέουσαν μ' είδες· Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, Ως αράχνη, μ' εδίπλονε Και με φως και με θάνατον Ακαταπαύστως. Το πνεύμα οπού μ' εμψύχονε Του θεού ήτον φύσημα, Και εις τον Θεόν ανέβη· Γη το κορμί μου, κ' έπεσεν Εδώ εις τον λάκκον.

Την άνοιξιν, όταν ο ήλιος είναι ευχάριστος, διαβάζω εις το δώμα της καλύβης μου· το καλοκαίρι όπου αι ακτίνες του καίουν καταφεύγω υπό την σκιάν μιας γραίας πλατάνου, της οποίας τα περιττά κλαδιά με ζεσταίνουν τον χειμώνα· ώστε το δένδρον τούτο μου δίδει κατά τας περιστάσεις δροσιάν ή ζέστην καθώς το φύσημα του Αισωπείου Σατύρου.

Μία δύναμις ουράνιος Εις την ψυχήν σας δίδει Πτερά ελαφρά, και υψόνεται Λαμπρόν το μέτωπόν σας Υπέρ την νύκτα. Από τα ολύμπια δώματα Δροσερόν καταβαίνει Χαράς, ελαίου φύσημα, Και στεγνόνει τα δάκρυα· Τον ίδρωτά σας. Εκεί όπου επατήσατε Ιδού οι καρποί φυτρόνουν, Και τ' άνθη ιδού σκορπίζουσι Τα κύματα ευτυχή Της μυρωδίας.

Κι' όπως σα βλέπει σύγνεφο βοσκός ψηλά οχ τη ράχη 275 π' ογρό με φύσημα νοτιά στο πέλαγο αρμενίζει, και λες σαν πίσσα μελανό του φαίνεται απ' αλάργα καθώς πλακώνει οχ το γιαλό σιφουνογκαστρωμένο, κι' ανήσυχος μες στη σπηλιά τα θρέμματά του μπάζει· έτσι των θεογέννητων αντρών πυκνοί κι' οι λόχοι 280 κινούσαν με τους Αίιδες στον πόλεμο να πάνε, θολοί, από πλήθος άρματα κι' ασπίδες δασωμένοι.

Πλένουν τα φύλλα στη δροσιά χαρούμενα ταρείκη, Και ’ς το ελαφρό το φύσημα του αγέρα που διαβαίνει Συναπαντούσε φιλικά με τον ανασασμό του Το θρούμπι, την αληφασκιά, το σφελαχτό, η μυρτούλα. Δακρύζουνε τ' απάρθενα τα χιόνια ’ς το λιοπύρι, Ακούοντ' η νεροσυρμαίς από εγκρεμό σε βράχο Να παραδέρνουνε γοργά και λες με τη γαργάρα Πανάκραζαν την κλεφτουριά και την αποζητούσαν.

Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας.

Να ελπίζει κανείς, ναι, αλλά όχι και να έχει εμπιστοσύνη• ν’ αγρυπνά σαν τις καλαμιές πάνω στο φρύδι του λόφου που σε κάθε φύσημα του ανέμου χτυπά η μια τα φύλλα της άλλης σαν να ειδοποιούνται μεταξύ τους για τον κίνδυνο.

Κατά τους υπολόγους η απόλαυσις είνε του έρωτος ο τάφος· εγώ δε ήθελον παραβάλει μάλλον αυτήν προς το φύσημα του αισωπείου εκείνου Σατύρου, το οποίον οτέ μεν θερμότητα, οτέ δε ψύχος επροξένει.