United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, 375 αν οδηγοίτα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν• ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων, αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια, 'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους. κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, 380 εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου• κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει• θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω».

ΚΥΠ. Οι Κρηντιτζοί μιλούσιν τα λωά τα λόγιά τους και την αχελουμαλούσα λέσιν νύμφη, το λαμπρόν λέσιν το φωτιά, τον άπαρο λέσιν τον χτήμα και ταις κουδέλαις λέσιν ταις κουράδιακαι είπεν του ο Κρητικός τ' Αρβανίτην π' ούφαις τα κουράδια, της κουδέλαις, τ' αρνίαν που λέσιν στον τόπο μας κι Αρβανίτης είπεν του να τα φάης συ, και πήκασιν καλαμπαλίκηνκι' Αρβανίτης έρριψεν πιστόλην του και χτύπησεν τον Κρητικόν στον χέριν του και γίνηκεν πανναήρινείπα τους να νον γιατρέψω εώ κ' ήψα λαμπρόν στη φουκούν, για να κάμω άμπλαστρο ν' αλλείψω τον γιαράν του....

Αλλ' όταν εξημέρωσε και εφάνη το λαμπρόν και ζοωγονητικόν φως του ηλίου, μου ανακαίνισε τας ελπίδας και μου εμετάβαλε την γνώμην.

Είδα τον Μίνω, του Διός λαμπρόν υιόν, 'που εκράτει σκήπτρο χρυσό κ' εκάθονταν κριτής των πεθαμένων, όπ' άλλοι ορθοί τριγύρω του και άλλοι καθισμένοι 570του Άδη το πλατύπυλο το δώμα εδικαζόνταν. Είδα και τον θεόρατον Ωρίωνα κατόπι ν' ανακατόνη τα θεριά 'ς τ' ασφοδελό λιβάδι, κείνα, 'που εις όρη απάτητα φονεύσ' είχεν εκείνος• και ρόπαλον ολόχαλκον ασύντριφτο κρατούσε. 575

Εις τα «Παράδοξα» επίσης του Ραβίζιους Τέξτωρ ευρίσκεται μακρός κατάλογος προσώπων, τα οποία έσχον τον αυτόν λαμπρόν θάνατον! . . . Θα το γνωρίζετε άλλως, ότι εις την Σπάρτην ανεκαλύφθη προς μεσημβρίαν της ακροπόλεως, εν μέσω χάους δυσδιακρίτων ερειπίων, βάθρον, επάνω εις το οποίον εδιάβαζε κανείς αυτά τα γράμματα: ΛΑΣΜ. Τι να εσήμαιναν αυτά τα γράμματα; Είναι εκτός αμφιβολίας ότι θα ήτανε μέρος της λέξεως: ΓΕΛΑΣΜΑ.

Ωστόσον η θεράπαιναιςτο σπίτι όλα ετοιμάζαν, τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταιςτα μέγαρα υπηρέτραις• των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, 350 και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν. τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια• η άλλητους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια• 355 συγκέρνα η τρίτη το κρασίολάργυρον κρατήρα, γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια• και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει• κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, 360 νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει, ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο. και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι, και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, 365το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον, αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθώ• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. 370 και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα. και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω• εγώ καθόμουν μ' άλλατον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου.

Αυτά 'πα, και μου απάντησε• «λαμπρότατε Οδυσσέα, μη θέλης για τον θάνατον να με παρηγορήσης• χωρικός να 'μουν ήθελα και να ξενοδουλεύω άνδρα πτωχόν, 'που κτήματα μεγάλα να μην έχη, 490 παρά εις όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω. αλλ' έλα για τον ένδοξον υιόν μου ειπέ μου τώρα, αν προμαχείτον πόλεμον ή οπίσω μένει εκείνος• και ειπέ μου αν τίποτ' έμαθες για τον λαμπρόν Πηλέα, των Μυρμιδόνων των πολλών αν βασιλεύη ακόμη, 495 ή 'ς την Ελλάδα και εις την Φθιά δεν τον ψηφά κανένας, τώρα 'που χέρια του κρατεί και πόδια ομού το γήρας. ότι δεν του 'μαι εγώ βοηθός, άνωτο φως του Ηλίου, τέτοιος ως ήμουν μιαν φοράν εις την πλατειά Τρωάδα, κ' έκοβα τ' άνθος των ανδρών, βοηθώντας τους Αργείους. 500 για 'λίγο αν τέτοιος πήγαινατο δώμα του πατρός μου, θα 'φερναν ανατρίχιασμα τ' ανίκητά μου χέριααυτούς, 'που την βασιλική τιμή θε να του αρπάξουν».

Βρε Σπύρο μου, βρε Σπυράκη μου, βρε Σπυρέτο μου!, τω έλεγεν ο Γέρω-Λαχανάς, ένας χαρωπός γέρων, με λάμπουσαν εξ αγαθότητας ψυχήν ως το λαμπρόν πρόσωπόν του, πνιγμένος μέσα εις τον ιδρώτα, με την σκαπάνην εις τας χείρας, μέσα εις τα χώματα των αυλακιών μέχρι γονάτων. Δεν κάνεις καλά, βρε Σπυράκο μου! Αλλ' αυτό μόνον έλεγε. Καθώς ο γέρων Ηλεί της Παλαιάς Γραφής.

Θαρρούσες πως βασιλεύοντας το λαμπρόν άστρο τούδινε μια γλυκειάν υπόσχεση: «Έννοια σου! Για σένα μόνο θα ξαναφανώ πάλι αύριο την αυγή...» Στη μεγάλη στράτα ένας παραλυτικός καθότανε κάτω από ένα δένδρο. Ο παραλυτικός, με κλαψιάρικη φωνή, ζητούσ' ελεημοσύνη από τους διαβάτες.

Ιδέ, της νύκτας έσβυσαν οι λύχνοι ένας ένας, και τώρα ελαφροπατεί πασίχαρη η 'μέρα εις των βουνών ταις κορυφαίς ταις παχνοσκεπασμέναις. Πρέπει να φύγω να σωθώ· αν μείνω θ' αποθάνω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το 'ξεύρω 'γώ· το φως αυτό ξημέρωμα δεν είναι· είναι μετέωρον λαμπρόν οπού ο ήλιος χύνει, να έχης λαμπαδόχυτην μαζή σου συνοδείαν, και να σου κάμη φωτερόν της Μάντουας τον δρόμον.