Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας διαλυθή η Ρώμη εις τον Τίβεριν, και ας καταπέση η αψίς του συμπαγούς κράτους! Εδώ είνε ο ιδικός μου κόσμος. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Λαμπρόν ψεύδος! Διατί ενυμφεύθη την Φουλβίαν αφού δεν την ηγάπα; — Εγώ μεν θα προσποιηθώ την μωράν, αλλ' ο Αντώνιος θα είνε πάντοτε ο αυτός. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εφόσον τον επηρεάζει η Κλεοπάτρα.

Οι υποψήφιοι, ο Γεροντιάδης, ο Αλικιάδης, ο Αβαρίδης, ο Καψιμαΐδης και ο Χαρτουλάριος, δεχόμενοι τους χαιρετισμούς και τας χειραψίας των εντοπίων, συνοδευόμενοι από τον Μανώλην τον Πολύχρονον και από τον Λάμπρον τον Βατούλαν, οίτινες είχον ταχθή ως χωροφύλακες εκ δεξιών και αριστερών του Χαρτουλαρίου, και δεν άφιναν να κάμη βήμα, ήλθαν και έπιον καφέν εις το αυτό καφενείον του γέρο-Ακούκατου, και ακολούθως χωρισθέντες μετέβησαν ανά δύο προς τους εις προϋπάντησιν ελθόντας φίλους των.

Μίαν νύκτα-ήτο σαββατόβραδοτο πρωί είχε κάμει της Κουκκίτσας του τα σαράντα εις την Παναγιάν-Κεχριάν· έμεινε παράωρα εις το ερημοκκλήσιον. Τα κανδηλάκια εφεγγοβολούσαν ένα ιδιαίτερον λαμπρόν και αιγλήεν φεγγοβόλημα οπού ποτέ άλλοτε δεν το ενθυμείτο. Όλος ο ναΐσκος, με τα εν αυτώ αντικείμενα, φωτεινώς κατηυγάζετο.

Αυτά 'πε, και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία, να παραγγείλη γρήγοραταις κόραις εκεί να 'λθουν. εκείνος τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον 435 και τον βουκόλον κάλεσε σιμά του και τους είπε· «Τώρα να παίρνουν τους νεκρούς προστάξετε ταις κόραις· κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρι' ας καθαρίσουν. και, άμ' όλο τακτοποιηθή το δώμα εις κάθε μέρος, 440 σύρετε από το μέγαρο ταις κόραις εις την μέση, 'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο. εκεί θα ταις κτυπήσετε μ' ακονισμένα ξίφη, ως η ζωή τους να σβυσθή και ν' απολησμονήσουν τους έρωταις οπού κρυφά με τους μνηστήραις είχαν». 445

Ο Λάμπρος εκινήθη να εξέλθη, ο δε Μανώλης μείνας επί δύο ή τρία λεπτά, αφού αντήλλαξε με ψίθυρον φωνήν ολίγας λέξεις με τον οικοδεσπότην και με την συμβίαν του, τους ευχήθη την καλήν νύκτα, και από του εξώστου μεγάλη τη φωνή, διά ν' ακουσθή από τον Λάμπρον, όστις δεν θα ήτο μακράν, είπε·Καλά τους λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, χαλασοχώρηδες.

Ο λαός εν εορτασίμω περιβολή, στεφανωμένος με άνθη, επήγαινε ψάλλων ενθουσιωδώς εις το αμφιθέατρον, διά να απολαύση, θέαμα νέον και λαμπρόν, το οποίον ο Καίσαρ ηθέλησε να δώση τελευταίον διά να ευχαριστήση περισσότερον τον λυσσασμένον όχλον. Σχεδόν πάντες ήσαν μεθυσμένοι.

Δεν είμαι ικανός διά το υπουργείον μου; Όχι! δεν συμφέρει ν' αποδείξω ότι δεν βλέπω το ύφασμα. — Πώς σας φαίνεται; ηρώτησεν ο ένας υφαντής. — Ωραίον, λαμπρόν! απεκρίθη ο υπουργός, και έβλεπε με τα υαλιά του. Αξιόλογον σχέδιον, και τι χρώματα! Πηγαίνω να είπω του βασιλέως ότι μου υπεραρέσει.

Καλώς τον Ιππίαν τον λαμπρόν και τον σοφόν, πόσον καιρόν είχαμεν να σε ιδούμεν στας Αθήνας! Ιππίας. Ναι, Σωκράτη μου, διότι δεν μου μένει καιρός.

Ω φύσις, απ' την κόλασιν τι ήθελες να πάρης ενός διαβόλου την ψυχήν, να την μεταφυτεύσης εις τέτοιον γλυκοαίματον χαριτωμένον κήπον; Πώς έτσι να χρυσοδεθή τέτοιον αισχρόν βιβλίον; Πώς η ψευτιά να κατοική τόσον λαμπρόν παλάτι;

Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος• μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη, 'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115 κάπουθε, καιτα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις, να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του. μ' αυτάτον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκετα πρόθυρα, ότι εντράπη πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120 το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι, και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν