Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ας είνε, είπε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, ημείς δεν είμαστε από κείνους όπου πάνε και βάζουν σκάνδαλα στα ανδρόγυνα· κάμε ό,τι σε φωτίσει ο θεός, καθώς είπες. — Όχι! όχι! επέμεινεν η γυνή. Στον κουμπάρο έδωκε τον λόγον του από μπροστήτερα.

Καθώς, λόγου χάριν, εις τας εκλογάς, σαν καλή ώρα, είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας, όπου βάζουν στοίχημα ότι θα βγη εκείνος τον οποίον θέλει ο καθένας. — Ίσαίσα! είπεν ο Μανώλης. Λοιπόν, δεν είνε καλό να βάλουν οι δυο τους, τώρα μπροστά μας, ένα στοίχημα; — Σαν τι στοίχημα; — Να στοιχηματίσετε, συ, κουμπάρε Γιάννη, ότι θα κερδίση το δικό μας κόμμα, και συ, Κωνσταντή, ότι θα κερδίση το άλλο κόμμα.

Τότε είδε και ο Μπαρμπαρέζος τον Μανώλην και συνεχάρη τον πατέρα του. — Αφερίμ, κουμπάρε Νικολή. Να τόνε χαίρεσαι το γυιό. Διπλός άντρας κατασταίνεται. — Άντρας ο κύρης, άντρας κι ο γυιός, είπεν ο Σαϊτονικολής γελών. — Εφταΐδιος ο ραμετλής ο κύρης σου, κουμπάρε Νικολή.

Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Κ' εγώ το βώδι μου! εφώναξεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Ο γάιδαρός σου ας έχη ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βώδι σου σού χρειάζεται διά να ζήσης, Κωνσταντή Καλόβολε.

Μικρόν πριν εισέλθη ο Μανώλης, ιδού τίνες φράσεις διημείβοντο εν τη οικία: — Έννοια σου, κουμπάρε, μην την ακούς αυτή, έλεγε δεικνύων διά νεύματος την σύζυγόν του προς τον Λάμπρον Βατούλαν ο Σπληνογιάννης, τεσσαρακοντούτης, ισχνός, κίτρινος, μ' εσβεσμένα όμματα, προξενών οίκτον.

Ο Λάμπρος εκινήθη να εξέλθη, ο δε Μανώλης μείνας επί δύο ή τρία λεπτά, αφού αντήλλαξε με ψίθυρον φωνήν ολίγας λέξεις με τον οικοδεσπότην και με την συμβίαν του, τους ευχήθη την καλήν νύκτα, και από του εξώστου μεγάλη τη φωνή, διά ν' ακουσθή από τον Λάμπρον, όστις δεν θα ήτο μακράν, είπε·Καλά τους λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, χαλασοχώρηδες.

Καλά του τάπε ... Κ' εγώ νάμουνε το ίδιο θα τούλεγα ... .Να σουπώ, κουμπάρε Νικολή· εγώ τόχω τιμή και χαρά μου να συμπεθερέψωμε· ο Θεός το κατέχει πόσο το χάρηκα όντε μούπες να κάμωμε συγγένεια. Γιατί η αλήθεια είνε πως καλλίτερους εδικούς από τουλόγου σου και τη γενιά σου δε θα βρω. Μα θέλω παστρικά και ταχτικά πράμματα.

Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανώλης· καλλίτερα είχα να μου έδινες τα παληά τα τσαρούχια σου. Ο Γιάννης της Χρυσάφους, κύψας, έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα, και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανώλην. — Πάρ' τα, κουμπάρε! Τα απέθηκεν επί της τραπέζης, και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθη.

Όχι! μα το φως μου, κυρ-Μανώλη . . . — Μα την αγάπη μας, κυρ-Λάμπρο . . . — Έτσι να έχω καλά γεράματα. — Να χαρώ το στέφανό μου, κουμπάρε.

Ο παππάς που μας εστεφάνωσε άκουσα να λέη την ώρα που διάβαζε τον Απόστολο, πριν ειπή το Βαγγέλιο, πως «η γυνή πρέπει να φοβήται τον άνδρα». Ο Λάμπρος ο Βατούλας, μειδιών ίσως διά να δώση αφορμήν ειρηνεύσεως εις τα δύο πρόσωπα της σκηνής, τρέπων το θέμα επί το αστειότερον, είπε·Μα ξέρεις, κουμπάρε, τί την δασκαλεύει τη νύφη, η μάννα της; — Τι;

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν