United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυναίκα του αρχηγού των κλεφτών έλαβεν ευσπλαγχνίαν εις εμέ, και ήλθε προς το βράδυ και με έλυσεν από το δένδρον, και δίδοντάς μου ένα παλαιόν φόρεμα και καμπόσον ψωμί μου είπε· πιάσε τούτην την στράταν και φεύγα το συντομώτερον, διατί σαν γυρίση ο άνδρας μου θέλει σε φονεύσει. Εγώ ευχαρίστησα την ευεργέτιδά μου και μισεύοντας επεριπάτησα όλην την νύκτα χωρίς να χάσω την οδόν που μου έδειξε.

Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ην είχε δώσει υπόσχεσιν εις τον παπά Διανέλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν ότι είχε λησμονήσει από το πρωί να το &αλλάξη& ήτοι να το μετατοπίση εις άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν εφαίνετο πολύ χορτάτον, όταν ο κύριός του το έλυσεν.

Όταν δε έφθασεν απέναντι των φυλάκων και πλησίον του κρεμαμένου σώματος, έσυρε προς εαυτόν δύο τρεις άκρας των ασκών και τους έλυσεν ενώ εκλονίζοντο· τότε ο οίνος ήρχισε να χύνεται, και αυτός εκτύπα την κεφαλήν του εκβάλλων μεγάλας φωνάς, ως να μη ήξευρε προς ποίον όνον να τρέξη πρώτον.

Αλλά την παραμονήν του γάμου, το βράδυ, την ώραν που ενύχτωνενόταν είδε την επιμονήν των γονέων της, να μη θέλουν να της δώσουν αρκετήν προίκα, και είδε την απονιάν της μητρός τηςπαραφυλάξασα την ώραν οπότε η γραία εξήλθε προς στιγμήν από την οικίαν δι' έν θέλημα, κατέβη με παλμόν καρδίας κρυφά στο κατώγι· έψαξε και ανεύρε το κομπόδεμα, το σκυλοδεμένο, και το έλυσεν.

Εφάν' η Χλώρις έπειτα, 'που για τα εξαίσια κάλλη νύμφην επήρε, αφού 'δωσε πολλά δώρα, ο Νηλέας, κόρ' ύστερη του Αμφίονα Ιασίδη, του κυρίου του Ορχομενού των Μινυών βασίλισσα εις την Πύλο τέκνα λαμπρά του εγέννησεν η Χλώρις, τον Χρομίον, 285 τον άγριον Περικλύμενον, τον Νέστορα, και ακόμη την πολυθαύμαστη Πηρώ, πού την ζητούσαν όλοι απ' όλα τα περίχωρα• την έδιδ' ο Νηλέαςόποιον τους ταύρους θα 'παιρνε του Ιφίκλου απ' την Φυλάκη και αυτ' ήσαν δυσκολόπαρτοι• και απ' όλους άγιος μάντης 290 ετόλμησε κ' εδέχθηκεν εκείθε να τους πάρη• αλλά τον άνδρα εσπέδισε μοίρα θεού βαρεία• κακά τον έζωσαν δεσμά και αγροτικοί βουκόλοι. αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν, και η 'μέραις ετελειώσαν, κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταντον κύκλο τους η ώραις, 295 τον έλυσεν ο Ίφικλος, αφού την μοίραν είπεν όλην αυτός, και του Διός το θέλημα εγενόνταν.

Διαβαίνουσα δε προ των σταύλων έλυσεν ένα των όνων, εφ' ου αναβάσα απεμακρύνθη του μυσαρού εκείνου καταγωγίου, όπου εκινδύνευσε να χάση την μόνην προίκα, ην είχε να προσφέρη εις τον ουράνιον αυτής νυμφίον. Περιττόν δε να προσθέσω ότι, παρελθόντος του κινδύνου και η γενειάς αυτής συνηφανίσθη. Αι σκιαί της νυκτός και τα δένδρα του δάσους ήρχισαν βαθμηδόν ν' αραιώνται.

Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανώλης· καλλίτερα είχα να μου έδινες τα παληά τα τσαρούχια σου. Ο Γιάννης της Χρυσάφους, κύψας, έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα, και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανώλην. — Πάρ' τα, κουμπάρε! Τα απέθηκεν επί της τραπέζης, και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθη.