United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα αφελή και ποιητικά έθιμα των βλάχων, το φαιδρόν ύφος των, αι χαριτωμέναι διηγήσεις των δεν ήγειρον επί της καρδίας του κανένα ευάρεστον παλμόν.

Η στομακάκη ης την βάσανον είχεν υποστή κατά την νεαράν αυτής ηλικίαν, δεν ηδύνατο να παραβλάψη και την όρασιν αυτής, αι αισθήσεις της δε ωξύνθησαν τοσούτω μάλλον, όσω τα φωνητήρια όργανα είχον αμβλυνθή. Η Σιξτίνα ησθάνθη κατ' αρχάς ασθενή παλμόν υποσείοντα το στήθος της, ότε είδε το πρόσωπον τούτο. Τη επαύριον ο παλμός μετεβλήθη εις σκίρτημα.

Αλλά την παραμονήν του γάμου, το βράδυ, την ώραν που ενύχτωνενόταν είδε την επιμονήν των γονέων της, να μη θέλουν να της δώσουν αρκετήν προίκα, και είδε την απονιάν της μητρός τηςπαραφυλάξασα την ώραν οπότε η γραία εξήλθε προς στιγμήν από την οικίαν δι' έν θέλημα, κατέβη με παλμόν καρδίας κρυφά στο κατώγι· έψαξε και ανεύρε το κομπόδεμα, το σκυλοδεμένο, και το έλυσεν.

Ευθύς η καρδία ανέλαβε πάλιν τον τακτικόν της παλμόν, τον ήσυχον, τον αδιάφορον και εις τα φρικωδέστερα γεγονότα, όπως έπρεπεν εις μίαν Σουλιωτοπούλαν και γυναίκα του Σπαθόγιαννου. Ως τοιαύτη δε ούτε να ερωτήση ηθέλησε, ούτε τι και πώς να μάθη, αλλά με κρυφόν θυμόν πλανώσα εις προσφιλές της όνειρον τον νουν, επερίμενεν.

Εις έκαστον του συριγμού παλμόν διέκρινε τις τον ψίθυρον των σταχύων, τον τριγμόν του ιπταμένου πτηνού, τον κελαρυσμόν του ρύακος, το βέλασμα του προβάτου, το βογγητόν του δάσους, όπως κατά την αναδίφησιν λευκώματος υφ' εκάστην σελίδα ανευρίσκει νέας μορφάς και πρόσωπα και αμφιέσεις, ποικίλας της φύσεως απόψεις και χρωματισμούς.

Μεταξύ των κενών εμεσολάβησε μία Ιδέα, ήτις συνέδεσε τα τέως ασύνδετα, ήτις παρενετέθη ως κρίκος άρρηκτος εδώ, και απετέθη εκεί ως σφραγίς μυστηριώδους ουσίας, προκαλούσα τον ίλιγγον εις το πνεύμα, και την έκτασιν εις την ψυχήν, και εις την καρδίαν τον παλμόν.

Είναι η φωνή του Περικλή, Εκείνου η λαλιά. Έψαλλεν ο ταλαίπωρος, Κ' εμέμφετο βαρέως, Νεάνιδα αναίσθητον Κ' εστέναζε βαθέως, Με δακρυσμένον, θολερόν, Ρεμβώδη οφθαλμόν. Συνωφρυώθη αιφνηδόν Το γαύρον μέτωπόν του, Έπαυσε ψάλλων. Έγεινεν Ωχρόν το πρόσωπόν του, Κ' εκτύπα η καρδία του Τον έσχατον παλμόν. Αλλοίμονον!