United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αροούγια με όλα τα δυνατά που έκαμα διά να την αποξενώσω από την φαντασίαν μου, μου είνε πάντα εμπρός μου· η ευμορφάδα της και η τιμή της μου την εστερέωσαν εις την καρδίαν μου· και ύστερον από είκοσι χρόνους, η ενθύμησίς της με κάνει αναίσθητον εις τες νοστιμάδες των γυναικών μου· οι πλέον ωραίες, και οι πλέον ευγενικές γυναίκες, που μπορούν να ευρίσκονται, μου φαίνονται το ουδέν έμπροσθεν εις την ενθύμησιν της ωραίας Αροούγιας.

Εγώ, πλησιάζοντας προς αυτήν και βλέποντας την μεγάλην της ωραιότητα, έμεινα ξηρός και ακίνητος εις την μέσην τους, μετά μάτια στεριωμένα επάνω εις αυτήν και με το στόμα ανοικτόν· η σύγχυσίς μου και η εντροπή μου που έλαβα, εις το να ιδώ την Ρετζίαν έδωσαν αιτίαν να γελάσουν όλες· εφαινόμουν τόσον έξω του εαυτού μου, και τόσον αντραλωμένος, που ημπορούσαν να στοχασθούν ότι ετρελλάθηκα· και κατά αλήθειαν η κατάστασις εις την οποίαν ευρισκόμουν ολίγον εδιάφερνεν από ένα αναίσθητον.

Αλλά το άνθος εκείνο, αναίσθητου εις το αίσθημά μου, και εις το άσμα μου αναίσθητον, το οποίον απέστελλον από τόσον υψηλά, είχε πολύ προς τα κάτω στραφή και ηγάπησε πομπώδη και επιδεικτικόν Διαβάτην, όστις διήρχετο πλησίον του, συρόμενος επί της γης. . . Τετέλεσται! Ο Διαβάτης κατέκτησε το άνθος μου, και εγώ απέμεινα με το μέλι εις τον λάρυγγα και με το δηλητήριον εις την καρδίαν.

Αλλ' υπάρχουσι και κεραυνοί, οίτινες σε μεταβάλλουσιν εν ακαρεί εις ψυχρόν και αναίσθητον αυτόματον, αφαιρούντες εν τέλει και αυτού του άλγους την συναίσθησιν. Το πνεύμα παύει τότε λειτουργούν, η δε καρδία μεταπίπτει διά της υπερευαισθησίας εις την εντελή αναισθησίαν.

Και καθώς, εάν τι έδαφος του κήπου ήναι αμμώδες ή πετρώδες, ο κήπος δεν ευδοκιμεί, τοιουτοτρόπως και ο έχων καρδίαν σκληράν και αναίσθητον δεν δύναται να ευδοκιμήση, και αληθώς να ευτυχήση.

Και . . . Ο ιατρός είχεν όρεξιν να συνεχίση τας φιλοσοφικάς του σκέψεις, αλλά τον επανεφέραμεν εις την τάξιν διά βοής γενικής και εξηκολούθησε την διήγησιν, ως εν παρενθέσει, καλλύνας αυτήν, με το εξής συγκινητικόν επεισόδιον. «Τον έλεγαν βαρύν και σχεδόν αναίσθητον και όμως πολλοί είνε μάρτυρες του ηρωισμού και της αυταπαρνήσεώς του.

Ο αρπαγμός της Τζελίκας στέκει πάντα τυπωμένος εις την καρδιά μου, και με κάνει αναίσθητον εις κάθε λογής χαροποίησιν.

Ορίστε, είπε, κύριοι, εις τας παραδόσεις σας. Σεις διαλυθήτε! εφώναξε προς τους μαθητάς. — Διαλυθήτε! επανέλαβεν αμέσως εντονώτερον, βλέπων ότι εδιστάζομεν να κενώσωμεν την παράδοσιν. Εξήλθομεν όλοι σιωπηλοί· μετ' ολίγον δε ο επιστάτης του σχολείου εσήκωσε τον αναίσθητον Αλέξανδρον και τον επεβίβασεν εις μίαν άμαξαν. Επλησίασα τρέμων, και ηρώτησα δειλώς·Άνοιξε τα μάτια του;

Είναι η φωνή του Περικλή, Εκείνου η λαλιά. Έψαλλεν ο ταλαίπωρος, Κ' εμέμφετο βαρέως, Νεάνιδα αναίσθητον Κ' εστέναζε βαθέως, Με δακρυσμένον, θολερόν, Ρεμβώδη οφθαλμόν. Συνωφρυώθη αιφνηδόν Το γαύρον μέτωπόν του, Έπαυσε ψάλλων. Έγεινεν Ωχρόν το πρόσωπόν του, Κ' εκτύπα η καρδία του Τον έσχατον παλμόν. Αλλοίμονον!

Είχε το λοιπόν αυτός εις ένα δάκτυλον πολλά δακτυλίδια· και ανάμεσα εις τα άλλα ένα πολλά μεγάλον, επάνω εις το οποίον έστεκε γραμμένον το Μέγα Όνομα του Θεού. Ο Αφρικός άπλωσε το χέρι του επάνω εις εκείνο το δακτυλίδι, διά να το βγάλη, και εν τω άμα εκατέβη από το ύψος του πύργου ένας μεγάλος όφις και φυσώντας του εις το πρόσωπον, τον έρριξε κατά γης αναίσθητον.