United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παρατατικός ήκουσα για τους αρχαίους είταν ο φυσικός τύπος δεν τους έρχουνταν ποτές να το πουν αλλιώς. Προτού να μάθουν τι θα πη γράψιμο, ήξεραν κ' έλεγαν ήκουσα . Στον καιρό του Περικλή δεν είχαν οι Αθηναίοι δασκάλους να τους διδάξουν τα ρήματα. Μόλις γνώριζαν τι θα πη γραμματική. Γραμματικές δε σώθηκαν από κείνα τα χρόνια και πολύ πιο ύστερα αρχίσανε στην Ελλάδα να γράφουνται γραμματικές.

ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χτισίματα τον Ιουστινιανού Ερχόμαστε τώρα στο στερνό κεφάλαιο της ιστορίας του Ιουστινιανού, στερνό της σειράς του, αν κι από τα πρώτα στα μεγαλεία που δηγιέται· μεγαλεία που τον έβγαλαν Περικλή στον κλάδο της τέχνης, καθώς βγήκε Σόλωνας ή Λυκούργος στους νόμους, αν όχι όλως διόλου Αλέξαντρος στα πολεμικά.

Πιο αρχαία μιλεί ο λαός από μας, γιατί τους τύπους που συνηθίζει, τους πήρε από την αρχαία και δεν πέρασε μια στιγμή από τα χρόνια του Περικλή που να μη βρεθούν αφτοί οι τύποι στο στόμα του· τους δικούς μας τους τύπους τους έχουμε παρμένους από τα βιβλία. Δεν είναι πατροπαράδοτοι.

Άρχισε να βαραίνη τώρα ολόγυρα η λύπη που τη σέρνει πίσω του το κάθε γλέντι, η κάθε δυνατή χαρά Ο ήλιος έκατσε, δεν πάμε να κάτσωμε κ’ εμείς σε κανένα ζαχαροπλαστείο; ξεροστάλιασα στα πόδια μου! είπε ο «χοντρέλης» που τον έλεγαν Περικλή κ’ ήτονε μαραγκός.

Είναι η φωνή του Περικλή, Εκείνου η λαλιά. Έψαλλεν ο ταλαίπωρος, Κ' εμέμφετο βαρέως, Νεάνιδα αναίσθητον Κ' εστέναζε βαθέως, Με δακρυσμένον, θολερόν, Ρεμβώδη οφθαλμόν. Συνωφρυώθη αιφνηδόν Το γαύρον μέτωπόν του, Έπαυσε ψάλλων. Έγεινεν Ωχρόν το πρόσωπόν του, Κ' εκτύπα η καρδία του Τον έσχατον παλμόν. Αλλοίμονον!

Ενώ ακούων τον Περικλή και άλλους δεινούς ρήτορας, εύρισκα μεν αυτούς ευγλώττους, αλλά τίποτε τοιούτον δεν επάθαινα, ουδέ εταράσσετο η ψυχή μου ουδέ ηγανάκτει ως διατελούντος εις κατάστασιν ανδραπόδου· από τους λόγους όμως τούτου εδώ του Μαρσύου πολλάκις ευρέθην εις τοιαύτην ψυχικήν διάθεσιν, ώστε η ζωή να μου φανή αφόρητος εφ' όσον είμαι όποιος είμαι.

Ένα και μονάχο στολίδι το φύλαγε ακόμα η πατρίδα του Περικλή και του Πλάτωνα, τα δοξασμένα της μνημεία και τη χαριτωμένη της γλώσσα που διδάσκουνταν ακόμα, και βέβαια και θα μιλιότανε μέσα στον «κύκλο» με κάποια αττική χάρη. Όλα της τάλλα είτανε φαντάσματα, ίσκιοι και πυροτεχνήματα, σαν και κείνα που βλέπουμε να παρασταίνουν πολέμους, παράταξες και τέτοια, θεατρικά μάλλους λόγους παιχνίδια.

Καταλάβετε μάλιστα πολύ σωστά και πολύ φρόνιμα που δεν μπορεί κανείς να γράφη δυο γλώσσες, νάχη δυο τυπικά, δυο φωνολογίες, δυο γραμματικές, μια αρχαία και μια νέα, πλάγι πλάγι τη μια με την άλλη, — να κάμνη συμβιβασμούς , να βάζη κοντά κοντά, σαν που το είπαν, τον Περικλή και το βαρκάρη . Είδετε που τέτοιο σύστημα δεν έχει τον τόπο του.

Γλάστρες μαρμάρινες με τα μισοζώντανα μέσα βλαστάρια, στημένες εκεί που άλλοτες φουντώνανε δέντρα θεόρατα κι ουρανόγγιχτα. Τέτοια είταν η ατμόσφαιρα του Ελληνισμού, τέτοια η κράση του, τότες που φάνηκε στη χώρα ένας, που αν όχι Ρωμαίος, είχε όμως γενναιοφροσύνη Ρωμαίου. Έλληνας είτανε, μα δεν μπορούσε πια νάχη κ' ενός Περικλή μεγαλοδύναμο νου, καθώς είχε την καλλιτεχνική του δοξομανία.

Έλαμψε πάλι για λίγον καιρό το φεγγάρι-το λυπημένο πάντα -στον ουρανό της Λιόλιας : έβλεπε γύρω της πάλι γλυκό φως ασημένιο και γλαυκό-όσο δεν τα σήκωνε τα μάτια της στον ουρανό της ψυχής της• μα μόλις που τα σήκωσε κι αγνάντεψε το φεγγάρι, ήτον η Βεργινία που την κύτταζε. . . Είπε ο Νίκος με τον Περικλή να κάμουν τη στεφάνωση κάτω στην Καλλιθέα, στην εκκλησίτσα της Άγια-Σωτήρας πάνω στο βουναλάκι, για πιο ρομάντζα.