Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
— ... Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατώτερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε. Του είχε ανεβή το αίμα να τον πνίξη. Δεν μπορούσε να βαστάξη. Κάθε φορά που περνούσε ο Γερο — Τρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλη το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκηο του...»
Έβαλε εκεί το ποδήλατό του και άρχισε να λύνει την βαλίτσα χτυπώντας την με ένα μαντήλι για αν διώξει τη σκόνη. Η Νοέμι σκεφτόταν: «Πρέπει να φωνάξω την θεια-Ποτόι, να την στείλω στον Έφις…. Πώς να κάνω μόνη μου; Α, εκείνες ήξεραν ότι θα ερχόταν και με άφησαν μόνη….»
Οι νάνοι την εποχήν αυτήν ήσαν τόσον κοινοί εις τας βασιλικάς αυλάς όσον και οι τρελλοί, και πολλοί μονάρχαι δεν ήξεραν πώς να περάσουν τας ημέρας των, τας ημέρας αυτάς που είναι, καθώς γνωρίζομεν, αισθητώς μακρότεραι εις την αυλήν παρά παντού αλλού — εάν δεν είχαν ένα γελωτοποιόν που να τους κάνη να γελάσουν, και ένα νάνον εις βάρος του οποίου να δύνανται να γελάσουν.
Είχα καταντήσει σαν τον Άγιο Ηλιά που επήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη τα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε τ' όνομά του. Ούτε να την ιδή ούτε να την ακούση πλέον ήθελε. Παρόμοια κ' εγώ. Ούτε τ' όνομά της ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν πλέον για μένα μυστικά· τα μάγια ελύθηκαν. — Σύμφωνοι· του είπα· έχεις το λόγο μου.
Και ξέροντας από τα όνειρα τη στάση, κείτονταν πολλήν ώρα χάμω σαν σφιχτοδεμένοι. Μα επειδή δεν ήξεραν τίποτα παρά πέρα, ενόμισαν ότι αυτό είναι το τέλος της ερωτικής απόλαψης· έτσι, αφού εξόδεψαν του κάκου την περισσότερη μέρα, εχωρίστηκαν και γυρίζανε στα μαντριά τα κοπάδια, μιλώντας τη νύχτα. Ίσως όμως νάκαναν και κάτι από ταληθινά, αν δεν έβρισκεν άξαφνα όλη εκείνη την εξοχή τέτοια ταραχή.
Τότε εκείνος πήρε το θάρρος να την κοιτάξει μέσα στα μάτια και μια απάντηση μόνο: «δεν είμαι από εκείνους που πληρώνονται» γέμισε το στόμα του με πικρό σάλιο, αλλά κατάπιε τις λέξεις και το σάλιο, επειδή είδε την ντόνα Έστερ να τραβάει το πανωφόρι της Νοέμι και την ντόνα Ρουθ, χλωμή, να τον κοιτάζει ικετευτικά και κατάλαβε ότι όλες μάντεψαν την απάντησή του επειδή ήξεραν ότι δεν ήταν ένας υπηρέτης εκείνος που μπορούσε να χρηματισθεί ή καλύτερα ήταν, ναι, ένας υπηρέτης που τίποτε στον κόσμο δεν μπορούσε να τον ανταμείψει. «Ντόνα Νοέμι!
Κι ο τραπεζίτης τότε, ο στρογγυλοκαμωμένος, ο κοιλαράς, όλος μπιφτέκι και παλιό κρασί, ροφώντας τη μαστίχα του, είπε: — Κρίμας! Δεν ήξεραν να μη πουλήσουν και τ' άλλο βόιδι τους, οι δυστυχισμένοι... Στον Γεράσιμον Βώκον Αφού έφαγαν και έπιναν τόρα, πήρε το μπουζούκι του όχι με πολλή όρεξη. Είταν ένα παιδί τσιλιγκρό κι αδύνατο, ψηλό και κοκκαλιάρικο.
Ήξεραν πως η Ζωή δεν κερδίζει από την Τέχνη μονάχα πνευματικότητα, βάθος σκέψεως και αισθήματος, ψυχική ταραχή ή γαλήνη, αλλά μπορεί να πλάθη τον εαυτό της επάνω στις ίδιες γραμμές και τα ίδια χρώματα της Τέχνης και να ξαναπαράγη τη μεγαλοπρέπεια του Φειδία και τη χάρη του Πραξιτέλη. Να, απ' αυτού επρόκυψε η εναντίωσή των στο ρεαλισμό. Τον αποστρέφοντο για καθαρά κοινωνικούς λόγους.
Πού καιρός για δάκρια; Πού καιρός για καλοσύνη; Ο καθένας δεν είχε άλλο στο νου του παρά το χαδεμένο του το εγώ. Καλοσύνη δεν ήξεραν οι μικροπολίτες, κ' ίσως για τούτο δεν είταν και τα βιβλία τους καλά.
Κι' ακολουθούσε από κοντά συγκρατούμενη η λεβεντιά των χωριών, αντρειωμένοι παλληκαράδες και ροδοπρόσωποι, που τους τραγουδούσαν· γιατ' οι Αρβανίτες δεν ήξεραν τα ρωμέικα τραγούδια να ειπούν, και το χορό πώσερναν, τον έσερναν κι αυτόν μηχανικά κι όπως ήθελαν. Κ' έφερνε κάθε τόσο τους γύρους της από στόμα σε στόμα η πλόσκα με το κρασί, σα να χόρευε κι αυτή ανάμεσα στους πανηγυριστάδες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν