United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είδε, λέει, η Καλαφάταινα εψές όνειρο, και πήγε ο άγιος του Μοναστηριού και της είπε· «Εγώ που γλύτωσα το κορίτσι σου, εγώ πρέπει και να το πάρω». Κι από την ώρα που ξύπνησε η Καλαφάταινα, μ' αυτό τόνειρο έχει να κάνη. Και το πήραν απόφαση να τη στείλουνε γλήγορα, πρι να ξανάρθη ο άγιος και της κάμη της Καλαφάταινας κανένα κακό». Μ' αποσβόλωσαν τα λόγια του γέρου. Άνοιξε η γης και με κατάπιε.

Του οποίου, βλουημένε, δεν τον είδα. Απήντα εις τας ερωτήσεις του ποιμένος ο πάτερ-Γαλακτίων. Και κατόπιν, αφού εξάλλαξεν εις το κελλίον, θερμότατον από τα καίοντα επί της μαύρης εστίας του μεγάλα κούτσουρα, και αφού έπιε δυο τρία ρωμάκια, διηγείτο λεπτομερώς τα του ναυαγίου. — Του οποίου, βλουημένε, τον ερρούφηξεν η θάλασσα, τον κατάπιε σαν λουκουμάκι.

Και το πρόσωπό του πράγματι ήταν χλωμό σαν πεθαμένου, τα χείλη του γκρίζα και ένα τρέμουλο συντάραζε τον αριστερό του ώμο, έτσι που ο Έφις τρομαγμένος έβγαλε από την τσέπη ένα γυάλινο σωληνάριο, άδειασε στην παλάμη του δυο χάπια κινίνου και του τα έβαλε στο στόμα. «Κατάπιε τα. Έχεις μαλάρια

Και τούτο είν' αληθινό ή άδικα το λένε; ΚΡΕΟΥΣΑ Για ποιό ρωτάς; μένει καιρός να σου το ειπώ τούτο. ΙΩΝ Αν ο πατέρας σου Ερεχθεύς της αδελφές σου εσκότωσε. ΚΡΕΟΥΣΑ Να σώση την πατρίδα του εσκότωσε της κόρες. ΙΩΝ Και πως εσώθης μόνο εσύ από της αδελφές σου; ΚΡΕΟΥΣΑ Είχα παιδί στην αγκαλιά, κ' είχα μητέρα γίνη. ΙΩΝ Αλήθεια τον πατέρα σου πως τον κατάπιε η γη;

Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. Η «Μαχώ» η βάρκα του τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τάσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα.

Άλλη φορά, απάνω στη βόλτα, ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ' ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο, του δίνει μια η αντέννα στο κεφάλι και το γκρεμίζει μέ στη θάλασσα. Άνοιξε το κύμα και το κατάπιε. Ούτε σημάδι του δε φάνηκε μες το σκοτάδι. Πάει, χάθηκε. Πήραν τη βόλτα και τράβηξαν. Ένας λιγώτερος. Τι να κάνης; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μαννάδες, που τάχουν.

Και σε ξορκίζω, αχ δώσ' μου εδώ το χέρι σου· τι πάλι 75 πια δε γυρνώ απ' τα τρίσβαθα, μιας και με φαν οι φλόγες. Πια δε θα κάτσουμε όπως πριν χώρια απ' τους άλλους φίλους να λογαριάσουμε όλα οι διο, μον με κατάπιε εμένα δράκαινα η μοίρα πούλαχα σα με γεννούσε η μάννα. Όμως κι' εσένα θεϊκέ, σου γράφτηκε, Αχιλέα, 80 κάτου απ' της Τριάς να σκοτωθείς τ' ορθοχτισμένο κάστρο.

Άμα έρθη ο καιρός και δυναμώσουμε, εγώ τον γκρεμίζω τον όχτο όπως τον σήκωσα... Δεν κατάλαβες, λέω, μωρ' αδερφέ, του πρόσθεσε μαλακώτερα, πως τα δίκαια είν' ένας λόγος μονάχα!.. Ο Αριστόδημος κατάπιε τη θλίψη του και δεν είπε τίποτα. Ένας λόγος ναι, ένας λόγος· μα κάποτε και σημαντικός!.. . Ο Δημητράκης έπειτ' από τον όχτο έσκαψε πέρα για πέρα την αυλή.

Τότε εκείνος πήρε το θάρρος να την κοιτάξει μέσα στα μάτια και μια απάντηση μόνο: «δεν είμαι από εκείνους που πληρώνονται» γέμισε το στόμα του με πικρό σάλιο, αλλά κατάπιε τις λέξεις και το σάλιο, επειδή είδε την ντόνα Έστερ να τραβάει το πανωφόρι της Νοέμι και την ντόνα Ρουθ, χλωμή, να τον κοιτάζει ικετευτικά και κατάλαβε ότι όλες μάντεψαν την απάντησή του επειδή ήξεραν ότι δεν ήταν ένας υπηρέτης εκείνος που μπορούσε να χρηματισθεί ή καλύτερα ήταν, ναι, ένας υπηρέτης που τίποτε στον κόσμο δεν μπορούσε να τον ανταμείψει. «Ντόνα Νοέμι!

Ο Τζατσίντο κατάπιε τα χάπια και χωρίς να ανασηκωθεί έσφιξε το κεφάλι με τα χέρια του. «Πόσο είμαι κουρασμένος, Έφις! Ναι, έχω μαλάρια: την άρπαξα κι εγώ, ναι! Πώς να μην την αρπάξω σ’ αυτό το κωλοχώρι; Τι χωριό, Θεέ μου!», πρόσθεσε σαν να μιλούσε στον εαυτό του, κουρασμένος. «Εδώ παθαίνει κανείς, εδώ παθαίνει….» «Σήκω», είπε ο Έφις σκυμμένος επάνω του. «Μην μένεις εκεί ξαπλωμένος.