Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Και παρέκει στο δρόμο συναγμένος σ' ένα βήμα ολοτρόγυρα ο λαός, αχνός ακούει, βουβός και τρομαγμένος πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός. «Αυτή είναι η μοίρα καθενός προδότη — παράδειγμα λαέ, να σου γενή — που τον στέλνουν της κόλασης τα σκότη νάρθη να σου μολύνη την ψυχή,
Ο Αγαθούλης τρομαγμένος, απομονωμένος, απελπισμένος, όλος τρέμοντας, έλεγε μέσα του! — Εάν αυτός είναι ο καλύτερος των κόσμων, τότε τι είναι οι άλλοι; Πάλι καλά, που μόνο με μαστίγωσαν. Το ίδιο έπαθα στους Βουλγάρους. Αλλ' ω αγαπημένε μου Παγγλώσση! Μεγαλύτερε των φιλοσόφων, έπρεπε να σε ιδώ κρεμασμένον χωρίς να ξέρω γιατί!
Και να το λες και συ πως είνε κακόβουλες καταλαλιές των εχτρώ μας. — Έννοια σου, αφέντη. Και δρόμο ο Μανώλης, τρομαγμένος με την όψη του κυρ Δημήτρη. Δεν έμεινε τότες μήτε ο Δημήτρης ανάπραγος· παρά μια και δυο και τρέχει να βρη τον αδερφό του το Μιχάλη. Έβραζε μέσα του πηγαίνοντας. Έβραζε μέσα του όχι έτσι σαν αδερφός, μα σα να είταν ο ίδιος ο Μιχάλης και ζούλευε.
Αν ήταν και κανένας βάρυπνος, να βαρυκοιμάται ακόμη, ξύπναε κι αφτός, τρομαγμένος από την ποδοχαλή που εγινόταν όξω στους δρόμους· από τις σπαραχτικές φωνές τω γυναικών, που εθόλωναν τον αέρα κ' εσειώταν ο τόπος. Βαρύς κι ολόχοντρος εκρεμόταν περακιανά στο ξάγναντο, απάνου στο σύνορο του χωριού, της Δραμαλούς ο πύργος.
Τους είδε να κοιμούνται, τους ανεγνώρισε, και τρομαγμένος μην ξυπνήση ξαφνικά ο Τριστάνος, τώβαλε στα πόδια. Έφυγε μέχρι το Τινταγκέλ, δυο λεύγες μακρυά, ανέβη τα σκαλιά της Βασιλικής σάλλας και ηύρε το Βασιληά που προήδρευε σε κάποια δίκη, στη μέση των συναθρισμένων υποτελών του.
Τότες είναι που ο μεγάλος και πολύς Ευτρόπιος έτρεξε τρομαγμένος και χώθηκε αποκάτω από την Αγιατράπεζα της Αγιά Σοφιάς, γυρεύοντας άσυλο, κ' ελπίζοντας βοήθεια από τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, με το να τον είχε ο ίδιος διορισμένο Πατριάρχη από Πρεσβύτερο της Αντιόχειας.
Με σκυμμένο το κεφάλι, με τα μάτια κλειστά, χλωμός, ανοιγόκλεινε τις γροθιές τρομαγμένος και δεν κατάφερνε να απαντήσει. «Κι εσείς πιστεύατε ότι εγώ το ήξερα; Πώς και γιατί;», διερωτόταν. «Ναι», είπε η Νοέμι σκληρά. «Πιστεύαμε ότι το ήξερες, και όχι μόνο, αλλά ακόμη ότι εγγυήθηκες γι’ αυτόν στη φίλη σου Καλίνα….» «Φίλη μου;», φώναξε με ορθάνοιχτα τα μάτια από τον φόβο. Και θόλωσε το μυαλό του.
Ο Αγαθούλης, περισσότερο από συμπάθεια παρά από φρίκη, έδωσε σ' αυτόν τον τρομαχτικό ζητιάνο τα δύο φιορίνια, πούχε λάβει από τον έντιμο του αναβαφτιστή, τον Ιάκωβο. Το φάνταγμα τον εκύτταξε στα μάτια, δάκρυσε και ρίχτηκε στο λαιμό του. Ο Αγαθούλης τρομαγμένος πισωδρόμησε. — Αλλίμονο! είπεν ο ένας άθλιος στον άλλον άθλιο, δεν αναγνωρίζετε πια τον αγαπημένο σας Παγγλώσση; — Τι ακούω!
Ακόμη και τα δάχτυλά του, που ήταν τυλιγμένα με τη χρυσή καδένα επάνω στο στήθος του, έμοιαζε να γελάνε. Ο Έφις τον κοίταζε τρομαγμένος, με τα μάτια όλο αγωνία, σαν τραυματισμένο ζώο. «Μα εκείνος πεθαίνει από την πείνα! Τον είδα προχθές. Έμοιαζε με ζητιάνο με τρύπια παπούτσια. Ακόμη και το ποδήλατό του πούλησε, δε σου λέω τίποτε άλλο!» «Όχι, πείτε μου!
Και το πρόσωπό του πράγματι ήταν χλωμό σαν πεθαμένου, τα χείλη του γκρίζα και ένα τρέμουλο συντάραζε τον αριστερό του ώμο, έτσι που ο Έφις τρομαγμένος έβγαλε από την τσέπη ένα γυάλινο σωληνάριο, άδειασε στην παλάμη του δυο χάπια κινίνου και του τα έβαλε στο στόμα. «Κατάπιε τα. Έχεις μαλάρια!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν