United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και να ήθελε να το κρύψη δεν θα μπορούσε, γιατί ο γέρος ήτον καταμπροστά του. «Αφεντικό, του λέει, κύτταξε τι ηύρα. Μη σου έπεσε;» Ο Γιάννης έκαμε πως έψαχνε στην τσέπη του, κ' είπε: «Τωόντι, εμένα μώπεσε». Και έλεγε σαν αλήθεια, γιατί &του έπεσε& πράγματι στον λαχνό... «Καλά, είπε, θα σου δώσω τα βρεθίκια». Τάρπαξε, και τώβαλε στην τσέπη.

Τους είδε να κοιμούνται, τους ανεγνώρισε, και τρομαγμένος μην ξυπνήση ξαφνικά ο Τριστάνος, τώβαλε στα πόδια. Έφυγε μέχρι το Τινταγκέλ, δυο λεύγες μακρυά, ανέβη τα σκαλιά της Βασιλικής σάλλας και ηύρε το Βασιληά που προήδρευε σε κάποια δίκη, στη μέση των συναθρισμένων υποτελών του.

Βαλαωρίτην και εις το υποσημειούμενον δημώδες άσμα. Τ' ακούσατε τί γίνηκετα Γιάννινατη λίμνη, Που πνίξανε τσ' αρχόντισες με την Κυρά Φροσύνη; Άλλη καμμιά δεν τώβαλε το λιαχουρί φουστάνι. Πρώτ' η Φροσύνη τώβαλε κ' εβγήκετο σεργιάνι. Δεν σ' τώλεγα Φροσύνη μου, κρύψε το δαχτυλίδι, Γιατ' αν το μάθ' ο Αλή-Πασσάς θε να σε φάη το φείδι; Αν ήστε Τούρκοι αφήστε με, χίλια φλωριά σας δίνω.

Άρχισε να μασάη χωρίς όρεξι, με συχνούς αναστεναγμούς και με κομμένα λόγια. Ο σκύλος άρπαξε το κόκκαλο με λαχτάρα, κούνησε την ουρά του, τώβαλε ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια κι' άρχισε να το ροκανίζη μ' ευτυχία. Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο. Οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί μπροστά τους.

Θεοί μου! είνε πειό καλά, πολύ, πολύ καλήτερα. —Κέρασε άδολο κρασί! και ευφροσύνη θάχης τη νύχτα που θα ψάχης για να διαλέξης ό,τι βρης οσμή γλυκειά να χύνη. — Αλλά τι νάχη γίνη, γυναίκες, ο αφέντης μου, που έχει την κυρά μου; ΧΟΡΟΣ Ώ, θα τον εύρης εύκολα• περίμεν' αυτού χάμου. ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ Μάλιστα• να τος! τώβαλε κ' εκείνος για το γλέντι. — Ώ τρισευτυχισμένε μου, μακάριε μου αφέντη! ΒΛΕΠΥΡΟΣ Εγώ;

Αχ! έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ, κάμπτων τον λιχανόν της δεξιάς χειρός, και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως διά να τον δαγκάση, μετά πείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε. Ο δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων να κάμη τον αυστηρόν, απέτεινε τον λόγον προς την κόρην. — Για πού τώβαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπεν. Η Αμέρσα δεν απήντησε.

«Βασίλισσα, είπε, το χρυσάφι είναι καλό» και βγάζοντας το δαχτυλίδι του Τριστάνου, τώβαλε δίπλα. «Κυττάχτε, Βασίλισσα: το χρυσάφι αυτής της πόρπης είναι πολυτιμότερο, κι' όμως κι' αυτού του δαχτυλιδιού το χρυσάφι την έχει την αξία του...» Όταν η Ιζόλδη ανεγνώρισε το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, τρεμούλιασε η καρδιά της κι' άλλαξε το χρώμα της, — φόβος την έκοψε τι θάκουγε.