United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ! έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ, κάμπτων τον λιχανόν της δεξιάς χειρός, και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως διά να τον δαγκάση, μετά πείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε. Ο δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων να κάμη τον αυστηρόν, απέτεινε τον λόγον προς την κόρην. — Για πού τώβαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπεν. Η Αμέρσα δεν απήντησε.

Ήτο βραχώδης λόφος υψούμενος υπεράνω, εκ των νώτων της οικίας, όπου ήξευρεν όλα τα «κατατόπια» ο Μούρτος. Ούτε κατώρθωσέ τις ποτέ χωροφύλαξ ή άλλος να τον συλλάβη.

Να εκείν' η γρηά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μέσ' το σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ. Είτα προσέθηκε·Δε μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίαν της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.

Πλην μέσα της με ακουσίαν ειρωνείαν ίσως θα εψιθύρισε με όλον τον δεινόν πόνον και την αγωνίαν ην ησθάνετο· «Εσύ ξέρεις». — Τι κάθεσαι αυτού, κορίτσι μου; είπεν ημερώτερος ο πρώτος χωροφύλαξ. Μη σ' εχτύπησε τίποτα; Η Αμέρσα ανένευσε. — Τ' είχε και σε χάλευε; . . . Γύρευε να σε μαχαιρώση; — Γιατί φώναξες! προσέθηκεν ο δεύτερος. Η Αμέρσα απήντησεν εις την ερώτησιν του πρώτου χωροφύλακος. — Όχι!

Πού είναι αυτός, ο σκιάς; έκραξεν απειλητικώς ο χωροφύλαξ. Η Αμέρσα δεν απήντησεν.

Όταν ο πρώτος χωροφύλαξ ώθησε την θύραν του οικίσκου, και είδε σκότος και σκιάν μέσα, ήκουσε τον κρότον του βορεινού παραθύρου ανοιγομένου, είδεν ακτίνας φωτός εκείθεν να εισδύωσι, κ' ευθύς έν μαύρον σώμα να φράττη τας ακτίνας ταύτας, κυρτόν, συνεσταλμένου, άμορφον, και ήκουσε τον ασθενή δούπον της πτώσεως.

— Κ' εγώ θα περάσω! είπεν ο χωροφύλαξ. — Εμπρός! Ο χωροφύλαξ έβγαλε το αμπέχονόν του, και το έτεινεν εις τον σύντροφόν του, μείνας με το υποκάμισον. Έκαμε το σημείον του Σταυρού. — Αν περάσω πέρα, μου το ρίχνεις, είπε. Εδοκίμασε να πατήση επί του στενού, επιάσθη από τον βράχον. Μετά έν βήμα ωπισθοδρόμησε. — Μ' έπιασε ζαλάδα, είπεν.

Το όλον της εφαίνετο ως όνειρον. Μόνον έσφιγγε τους οδόντας και ηπόρει πώς δεν ησθάνετο ακόμη πόνον. Αλλά μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, ησθάνθη οξείαν αλγηδόνα. Την ιδίαν στιγμήν, η θύρα εβυθίσθη προς τα έσω. Ο είς χωροφύλαξ εισεπήδησε μετά κρότου εις το πάτωμα. Η Αμέρσα δεν ανεσήκωσε την κεφαλήν, έκυπτε και ήτο τυλιγμένη έως την μύτην εις το πάπλωμα.

Αυτό που σου κρένω! επέμενεν ο πρώτος . . . Κάμε κείνο που σε χουιάζουνε! Ο δεύτερος χωροφύλαξ, καίτοι νωθρός ολίγον, έτρεξε κάτω όσον ταχύτερα ημπόρεσε, διά να κλείση την θύραν του ισογείου, ή διά να παραμονεύση. Αλλ' ήτον ήδη αργά. Ο Μούρος εν τω μεταξύ είχεν ανοίξει την κλαβανήν, αποσύρας την μικράν κασσέλαν, την οποίαν είχε βάλει επάνω της, και είχε πηδήσει κάτω.

Δεν ήσουν τσομπάνης; — Εγώ έβοσκα πρόβατα στον κάμπο. Ο χωροφύλαξ εδίστασεν ακόμη. — Και να μας ρίξη κάτω μια γυναίκα! είπε. — Δεν προφτάσαμε να την ιδούμε τη στιγμή που περνούσε, είπεν είρων ο δραγάτης. Αν την έβλεπες, θα σούκανε καρδιά. — Αληθινά; — Δεν ξέρεις πόσες φορές δίνουν το παράδειγμα η γυναίκες! είπεν ο αγροφύλαξ. 'Σε καμπόσα πράγματα, δείχνουν πολύ κουράγιο.