United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσταται, σβύνεται, είναι η απελευθέρωσις! Η παλαιά δράσις μας ενεφανίσθη. Θα εργασθώμεν του λοιπού. Αλλοίμονον! Είναι πολύ αργά! Είμεθα ορθοί εις το χείλος ενός κρημνού. Αισθανόμεθα την άβυσσον και μας πιάνει ζαλάδα και ίλιγγος. Το πρώτον μας μελέτημα είναι ν' απομακρυνθώμεν από τον κίνδυνον.

Τι είχε το κάτω-κάτω της γραφής; Μια ζαλάδα, μια λιγοψυχιά, απ' τον καιρό που τον είχε χτυπήσει μια αντένα στο κεφάλι. Ούτε το καταλάβαινε ο ίδιος. Οι άλλοι του τώλεγαν, πως έπεφτε κάτω και σπάραζε. Οι γιατροί είπανε τάχα πως ήτανε σεληνιασμός, πως ναυτικός με τέτοια αρρώστεια δε γίνεται, πως μπορούσε να πέση στη θάλασσα να πνιγή, να πέση απ' το κατάρτι να σκοτωθή απάνω στην κουβέρτα.

— Κ' εγώ θα περάσω! είπεν ο χωροφύλαξ. — Εμπρός! Ο χωροφύλαξ έβγαλε το αμπέχονόν του, και το έτεινεν εις τον σύντροφόν του, μείνας με το υποκάμισον. Έκαμε το σημείον του Σταυρού. — Αν περάσω πέρα, μου το ρίχνεις, είπε. Εδοκίμασε να πατήση επί του στενού, επιάσθη από τον βράχον. Μετά έν βήμα ωπισθοδρόμησε. — Μ' έπιασε ζαλάδα, είπεν.

Ο γέρος έπεσε ανάσκελα, βαρύς, σαν ένα κομμάτι πέτρα. Είχε τελειώσει. Τα πόδια του Παπα-Παρθένη τρέμανε· όλο το κορμί του σάλευε σα φυλλοκάλαμο. Το στόμα του ήτανε στεγνό και πικρό. Ένας κρύος ιδρώτας έβρεχε τα μηλίγκιά του. Τουρχότανε σα ζαλάδα, να πέση κάτω. Έκανε κουράγιο και βγήκε απ' την πόρτα.

Κόλλησαν τα χείλη της, κι ανοιγόκλειαν τα ρουθούνια της. Της κατεβαίνει άξαφνα σα ζαλάδα. Ακκουμπάει κατά τα πίσω με χέρια σφιγμένα, πείσμα γεμάτα. Θολώνουν τα μάτια της, κομπώνει ο λαιμός της, κι απομένει ασάλευτη. Την κοίταξαν όλοι τρομαγμένοι. — Λιγοθυμιά είνε, κάνει ο κυρ Μαυρουδής, τίποτις δεν έχει. Συχνά το παθαίνει αυτό. Και παίρνει νερό και της χύνει μια ποτηριά.