United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο υιός του ο Καλάφ τρέχει και τον πιάνει εις τες αγκάλες του.

Να, κλείσανε δώδεκα μέρες τώρα πούναι νεκρός, μα ασάπιστο τον βλέπεις, δεν του πιάνει σκουλήκια ακόμα η σάρκα του που τρων τους σκοτωμένους. 415 Το μόνο, τον τραβά άσπλαχνα στου λατρεμένου βλάμη γύρω τον τάφο, όταν φανεί η θεϊκιά η αβγούλα, μα άλλο κακό όχι.

Δεν του φαίνεται τόσο ζηλευτός. Και δε συλλογίστηκε ποτέ, πρόσθεσε η κόρη θυμωμένη, δε συλλογίστηκε πως ο κορμός είν' εκείνος που δένει τη ρίζα με τα φύλλα. — Να σου ειπώ την αλήθεια, Ελπίδα; είπε ο Δημητράκης αφωσιωμένος στο κέντημα· θλίψη και πόνος με πιάνει με το κέντημά σου. Η σκούρα κλωστή βασιλεύει ολούθε. Πού και πού φαίνεται τ' ασήμι και το χρυσάφι.

Έφεραν κ' οι σπουργίτες σπόρο από τη Δύση, και τον απόθεσαν απάνω στο ίδιο το χώμα κι αυτόν. Και βλέπεις τώρα την πυκνή αυτή πρασινάδα, και τρομάρα σε πιάνει, μην τύχη και πληθύνουν, και θεριέψουν τα τουρκάγκαθα και τα φραγκοβότανα, και μας πνίξουν τακριβοαγορασμένα μας τα σπαρτά. Μα τρομάρες απλές κακό δε γιατρεύουν.

Εγώ είμαι καλός άνθρωπος! είπε, κ' έκρυψε το πρόσωπο με τα χέρια του, κ' εβγήκε, και δεν εκαλονύχτισε!.. — Θωρείς, μητέρα; Είπε τότε ο Χρηστάκης. Σε τώλεγα και δεν το πίστευες. Εσκότωσεν άνθρωπο, και τον πιάνει το αίμα. Όλος ο κόσμος το λέγει και συ δεν το πιστεύεις. Άμα πης πως ξεύρεις κάτι τι που έκαμενας είναι και για δοκιμή μονάχαθαρρεί πως του λες για το φονικό.

Πιάνει λοιπόν από το λαιμό τους μαγείρους που του νεροβράζανε μούμιες τόσα χρόνια, και τους φωνάζει·Για όνομα του Θεού, φτάνουν οι μούμιες! Ψήστε μου κ' έν αρνί στη σούβλα να φάω! Δόστε μου τη θροφή που ζητάει ο πεινασμένος μου νους! Χύστε αίμα καθάριο στις στεγνωμένες μου φλέβες!

ΚΡΕΟΥΣΑ Θα κάμω, ναι, θα κάμω αυτό• Κι' αν ο Λοξίας θέλη στην αμαρτία την παληά διόρθωσι να δώση, βέβαια φίλος δεν θα ειπή πως έγινε για μένα, μα, με το νάνε πια θεός, θα τη δεχθώ τη χάρι. Μα ο Φοίβος θέλει επίπληξι μ' αυτά που πάει και κάνει! Πιάνει της κόρες με τη βια κ' ύστερα της προδίνει, κι' όσα παιδιά κλεφτογεννά ταφίνει και πεθαίνουν!

Κι' η μάννα γύρω γύρω 315 πετούσε, τα πουλάκια της θρηνώντας· μα το φίδι γυρνάει, και μες στους θρήνους της την πιάνει απ' τη φτερούγα. Και σαν την αποτέλιωσε κι' αφτή και τα πουλιά της, το θάμα θέλησε ο θεός, που τόδειξε, για πάντα γνωστό να μείνει, και άλλαξε το δράκο σε λιθάρι.

Χαρά 'στη χήρα πώκαμε την τέτοια θυγατέρα, Χαρά και 'ςτό μικρό χωριό οπού την καμαρώνει, Χαρά 'ςτόν κι όποιος την χαρή και την κορφολογήση! Ο Μήτρος την αγνάντεψεν απ' τα βουνά του απάνω Και ροβολάει γλήγορα και 'ςτό στρατί την πιάνει. — Ώρα καλή σου, Αναστασιά. — Καλώς τον τον λεβέντηΚόρη, για δος μου φίλημααυτά τα μαύρα μάτια.

Αράδ' αράδα εις κάθε μια ρίχνει το μάτι ο Λάμπης Και δεν γνωρίζει πουθενά την ώμορφη την Πούλια, Και καρτεράει ολημερίς, όσο που πήρε η νύχτα, Και τριγυρίζειτα κλαριά, τα μονοπάτια πιάνει, Διαβαίνει απ' ταις νεροσυρμαίς, περνάει κι' από τη βρύσι, Παίρνει μια-μια ταις θημωνιαίς, τ' αλώνια αράδ'-αράδα, Κι' ολούθε βλέπει νηούς και νηαίς·...την Πούλια δεν την βλέπει. Ταχυά ξημέρωσε γιορτή.