Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Όσους Αργίτες πρόθυμα να ροβολάν θωρούσε, ναν τους παινέσει στέκουνταν και ναν τους δώσει θάρρος «Θάρρος, παιδιά, κι' απόφαση! και μη σας πιάνει δείλια!

Πού να πάη τόρα να χωθή; Ούτε δέντρο, ούτε καλύβα, ούτε σπηλιά βλέπει γύρω. Να τρέξη για να έμπη στο χωριό έλειπεν ο μισός δρόμος ακόμη· να κατέβη πάλι στο καΐκι, το ίδιο. Στέκει και συλλογίζεται δίβουλος και άξαφνα τον παίρνουν τα γέλοια. Κυτάζει μήπως τον βλέπει κανένας στρατολάτης·ψυχή! Πιάνει γοργά και γδύνεται σαν τον Αδάμ.

Και καθώς είπαμε, μη σταματώντας ως εκεί, παρ' αποφασισμένος να τη στεριώση μια και καλή την Ορθοδοξία, πιάνει την Αγιά Σοφιά με τ' Αυτοκρατορικά του στρατέματα, ξεθρονιάζει τον Αρειανό Επίσκοπο το Δημόφιλο, κι ανεβάζει στο θρόνο το Γρηγόριο με μεγάλη παράταξη. Γεμάτοι οι δρόμοι, γεμάτα τα παράθυρα κόσμο.

Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη, και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• «Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώραάνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. 390 ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο

Μα σαν τυφλός δε βίγλιζε της γης ο τραντοσείστης, 135 μον τρέχει εφτύς κατόπι τους μ' έτσι μορφή σα γέρος, και πάει το χέρι το δεξύ και πιάνει τ' Αγαμέμνου, και κράζοντάς τον του μιλάει διο φτερωμένα λόγια «Τ' Ατρέα γιε, θα χαίρεται στα στήθια τ' Αχιλέα τώρα η καρδιά του η άχαρη, που βλέπει τη φεβγάλα 140 των Αχαιών και τη σφαγή, τι νου σταλιά δεν έχει, που έτσι καλό τα μάτια του ποτές του να μη δούνε!

Ποιος από τους Ελλαδίτες δεν έχει Ελλαδική αντίληψη; Ποιος έχει να στενοχωρεθεί για κείνο που μπορούσε να είχε γίνει και δεν έγινε, ή για κείνα που δεν τα κατάφεραν καλά, ή για τους αναρίθμητους Έλληνες που θα πρέπει ή να γίνουν Βούλγαροι ή να φύγουν από τους τόπους που είναι πατρίδα τους, πατρίδα άλλο τόσο Ελληνική, όσο Ελληνικός είναι και ο Μωρηάς ή η Ρούμελη; Και ποιος άλλος, παρά κακόβουλοι εχθροί του πρωθυπουργού και του κόμματος, για προσωπικούς λόγους, μπορούν να ξεστομίσουν καν την αμφιβολία τους; «Μα την ώρα που η Ελλάδα από 64,000 χιλιόμετρα γίνεται 84,000, τι γίνεται η Βουλγαρία και η Σερβία;». Αν η Βουλγαρία, γίνεται τζάμπα και με τη βοήθειά μας, μ ε γ ά λ η Β ο υ λ γ α ρ ί α, διπλή δηλαδή παρ' ό,τι ήταν, και με λιμάνια στο Αιγαίο, και βάζουμε στο κεφάλι μας για τα μελλούμενα χρόνια του Έθνους μπελάδες χίλιες μύριες φορές χειρότερους από τον μπελά των Τούρκων, κατεβάζοντας τους Σλαύους εμείς και δυναμώνοντάς τους, τι μας μέλει εμάς τους Ελλαδίτες; Δεν πάει να γίνει ό,τι θέλει και Βουλγαρία και Σερβία, αφού εμείς είμαστε ευχαριστημένοι με το κράτος μας και μας παινούνε κιόλας οι Ευρωπαίοι για τον πρωθυπουργό μας; Και αν μάλιστα μας λάχει και η Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η ― πράμα όχι αδύνατο ούτε και πολύ σπουδαίο, γιατί θα πάρουμε μόνη την πολιτεία και λίγα χιλιόμετρα γύρω, και σε δέκα χρόνια μέσα τα Σερβικά και Βουλγάρικα λιμάνια στην Αδριατική και στην Άσπρη θάλασσα θα ρουφήξουν όλο το τωρινό εμπόριο της Θεσσαλονίκης, ― ε, τότε ποιος μας πιάνει;

Πώς είναι δυνατόν; Αλλά άραγε καλός αρχηγός διά τα πλοία μας είναι κανείς, εάν κατέχη μόνον την ναυτικήν επιστήμην, είτε τον πιάνει η ναυτία είτε όχι, ή πώς πρέπει να λέγωμεν; Διόλου μάλιστα, εάν βεβαίως χωριστά από την τέχνην έχη και αυτό το ελάττωμα που λέγεις.

Βρίσκει τον κύριο του κατά γης, το πιστόλι και αίμα. Φωνάζει, τον πιάνει· καμμία απόκριση, εροχάλιζε μόνον ακόμη. Τρέχει στους γιατρούς, στον Αλβέρτο. Η Καρολίνα ακούει το κουδούνι την πιάνει τρόμος. Εξυπνά τον άνδρα της, σηκώνονται, ο υπηρέτης κλαίοντας και τραυλίζοντας τους αναγγέλλει την είδηση! Η Καρολίνα πέφτει λιποθυμισμένη στα πόδια του Αλβέρτου.

Χι, χι, χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Λύσσα με πιάνει. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Σας το ζητώ για χάρι, κύριε, σας παρακαλώ, αφήστε με γελάσω. Χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα σε πιάσω... ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μα, κύριε, θα σκάσω αν κρατηθώ. Χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μα ξανάγινε άλλο τέτοιο εξωλέστατο υποκείμενο, να γελάη μπροστά μου με τόση αυθάδεια, αντί να περιμένη τας διαταγάς μου; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Τι θέλετε να κάνω, κύριε;

Τους άφησα και έφυγα. Προυχώρησα παρέκει, 'Μπήκα σε κάτι φλαμουριαίς. Έρχονταν από πέρα Τρεις κόραις. 'Σάν οι Άγγελοι Πετούσαντον αέρα. Δυο ήταν από τα πλευρά. Και μιατη μέση στέκει. Αγγαλιασμέναις και η τρεις. Αι χάριτες μου 'φάνη Πως έρχονται. Κυτάζονται Η μία με την άλλη, Κι' όλος ο τόπος έλαμπε... Τι ωμορφιά!...Τι κάλλη!... Από τον ώμο τεχνικά Η μια την άλλη πιάνει.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν