United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα δεν ακούς τι είπε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα, 130 που τώρα μόλις έφτασε στον Έλυμπο απ' του Δία; Ή θες κι' εσύ κακά πολλά να πάθεις, να γυρίσεις άναβλα εδώ στον Έλυμπο με την καρδιά καμένη, κι' εμάς των άλλων συφορές να βάλεις στο κεφάλι; Τι ίσια τους λιονταρόψυχους Αργίτες και τους Τρώες 135 θ' αφίσει, και θα τρέξει εδώ σ' εμάς να ξεθυμάνει, κι' όλους θ' αρπάξει στη σειρά, σφάλλεις ξεσφάλλεις όλους.

Τούτα ενώ κείνος έζυαζετου λογισμού τα βάθη, 120 η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε, όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη. σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο, από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει, άργυρο κάλαθο η Φιλώ• δώρο ήταν της Αλκάνδρης, 125 της γυναικός του Πόλυβου, 'πουταις Αιγύπτιαις Θήβαις εκατοικούσε, και άπειρατο σπίτι έχει τα πλούτη• του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις, δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, 130 χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο, ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη. κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη• 135 κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι, κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα•

Έτσι κι' εγώ στα πλοία ομπρός σα θέριζε τους άντρες του Έχτορα τ' ανίκητο κοντάρι, δε μπορούσα 135 να βγάλω τη Λωλιά απ' το νου που μ' είχε πριν λωλάνει. Μα αφούσφαλα όμως, και το νου μου πήρε τότε ο Δίας, θέλω ξανά να φιλιωθώ, να δώκω πλούσια δώρα.

Θάγλεπες τότες συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 130 και σαν αρνιά θα κλείνουνταν οι Τρώες μες στο κάστρο, μα εφτύς τους είδε των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, κι' αστραφτομπουμπουνίζοντας τινάζει φλογισμένο αστροπελέκι κάτου, ομπρός στα ζώα του Διομήδη· κι' η φλόγα πήδησε σκιαχτή απ' το καμένο θιάφι. 135 Κάπου απ' τ' αμάξι τ' άλογα ζαρώσανε απ' το φόβο, τούπεσε κι' οχ τα δάχτυλα του γέρου τ' ώριο γκέμιτου κόπηκε η καρδιά μαθέςκαι του Διομήδη τούπε «Διομήδη, γύρνα τ' άλογα και δρόμο ξαναπίσω! μηγάρ βοήθια δε νογάς πως δε μας στέργει ο Δίας; 140 Τώρα σ' αφτόν του Κρόνου ο γιος χαρίζει κάθε δόξα σήμερα· απέ ύστερα κι' εμάς, αν θέλει, θα μας δώκει.

«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου• 130 έλεγατην πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας, όμως αφού πάθη πολλά• και κάποτε να φθάση, άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα. και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, 135 μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι, 'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία, άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων».

Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του, 'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. 135 τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων, 'που με ποτήρια σπόνδιζαντον άγρυπνον Ερμεία, ότιεκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν. περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας, κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, 140 ως 'π' έφθασετους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην. αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης, κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος.

Μα σαν τυφλός δε βίγλιζε της γης ο τραντοσείστης, 135 μον τρέχει εφτύς κατόπι τους μ' έτσι μορφή σα γέρος, και πάει το χέρι το δεξύ και πιάνει τ' Αγαμέμνου, και κράζοντάς τον του μιλάει διο φτερωμένα λόγια «Τ' Ατρέα γιε, θα χαίρεται στα στήθια τ' Αχιλέα τώρα η καρδιά του η άχαρη, που βλέπει τη φεβγάλα 140 των Αχαιών και τη σφαγή, τι νου σταλιά δεν έχει, που έτσι καλό τα μάτια του ποτές του να μη δούνε!

Όμως κοντάρι ακόμα εσύ μην πιάσεις, πριν γυρίσω κι' εδώ με δουν τα μάτια σου· τι μόλις φέξει ο ήλιος, 135 πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο θα σύρω να σου φέρω αρματωσά απ' τον Ήφαιστο πανώρια δουλεμένη

Κι' ο θεός τρύπωσε εφτύς τρεχάτος 135 μέσα στο κύμα του γιαλού· κι' η Θέτη σαν τον είδε, τον πήρε και τον έκρυψε μες στο λεφκό της κόρφο, τι απ' του Λυκούργου τις φωνές τρεμούλιαζε σα φύλλο. Έτσι οι γλυκόζωοι θεοί τον μίσησαν, κι' ο Δίας τον τύφλωσε, και πια πολύ δεν έζησε στον κόσμο μιας κι' οι αθάνατοι θεοί τον πήραν όλοι σ' έχτρα. 140 Έτσι ούτε εγώ με τους θεούς να πολεμάω δε θέλω.

Μπροστά τ' αμάξια, σύγνεφο πίσω οι πεζοί ακολουθούσαν πυκνό· κι' οι φίλοι σήκωναν το λείψανο στη μέση, κόμες γιομάτο πούκοβαν κι' απάνου τού πετούσαν· 135 και πίσω του Πηλέα ο γιος του κράταε το κεφάλι καταθλιμένος, τι έστελνε πιστό στον Άδη αδέρφι.