Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Είπε και τ' ασημόκομποτον ώμο έζωσε ξίφος. έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος• οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναντου Αλκινόου το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα• και αυτοίτο πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους 420 τα ωραία δώρα• εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος, κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία κάθισαν όλοι• κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης• «Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε, και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. 425 κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου, όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν, χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο. και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, 430 να με θυμάται ολοζωής, όταντα μέγαρά του σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων».

Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι, και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 330 «Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι. αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε• και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδητο σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει 335 εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη».

«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος, 'που με θνητούςτο φανερό θεαίς να συγκοιμώνται φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. 120 όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι, ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία, κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη. όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος 125 ότ' έφερετην αγκαλιά να πέση του Ιασίου, μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας, άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι. κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου άνδρα• κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα 130 έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι σχίσειτα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας, και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν, κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη 135 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω. αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων, ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία, αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη μες τ' άγρια πέλαγα• αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω• 140 ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους, 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης, αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα».

Αλλά δεν υπώπτευσεν ότι η οργή αυτής ήτο προσποιητός. Ουδ' είχε παρατηρήσει ότι εφρόντιζεν εκείνη να κρύπτη το ήμισυ του σώματός της, το δελφινοειδές, εντός των κυμάτων. Τούτο προσεκτικός παρατηρητής ήθελεν εκλάβει ως φιλαρέσκειαν. Αλλά δεν επιτρέπεται εις τους θνητούς να τηρώσι την αταραξίαν αυτών επί παρουσία των αθανάτων, και άνευ αταραξίας δεν δύναταί τις να είνε παρατηρητής.

Ζευ πάτερ! είπε· συγχώρησόν με, ότι έλαβον το θάρρος να ταράξω την εορτήν σου απρόσκλητος και απροσδόκητος, και να παραβώ την ολύμπιον εθιμοτυπίαν, εισάγων θνητήν εις δώματα αθανάτων.

Κ' ευθύς ταις καλοπλέξουδες επρόσταξε παρθέναις• «Σταθήτ' εδώ, θεράπαιναις• γιατ' είδετ' έναν άνδρα, πού φεύγετε; κάποιος εχθρός φοβείσθ' ότ' είναι τούτος; 200 άνδρας δεν είναι φοβερός, ούτε ποτέ θα υπάρχη, να 'λθη να φέρη πόλεμοτην χώρα των Φαιάκων• ότι είμασθεν αγαπητοί πολύ των αθανάτων, και μες την άγρια θάλασσαν ύστεροι κατοικούμε, ουδέ μ' ημάς συγκοινωνεί κανένας των ανθρώπων. 205 αλλ' ήλθε αυτός ο δύστυχος πλανώμενος 'δω πέρα• πρέπει να τον ξενίσουμεν• ότι έρχονται απ' τον Δία πτωχοί και ξένοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο. αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό, του ξένου, και λούστε αυτόντον ποταμό, 'ς ανάνεμη γωνία». 210

την πρόσχαρη ακροποταμιάν εσύχναζεν η κόρη, 240 και ο γεωφόρος ο θεός ωμοιώθη του Ενιπέα, και σιμά της επλάγιασετου ποταμού το στόμα. το κύμα ως όρος θολωτόν εστάθη ολόγυρά τους, κ' έκρυψε τον αθάνατον, και την θνητήν γυναίκα. και αυτήν τότε αποκοίμισεν, αφού της παρθενίας 245 την ζώνην έλυσε, ο θεός• και ως έγειναν τα έργα τα ερωτικά, της έσφιξε το χέρι και της είπε• «χαίρε, γυνή, 'ς τ' αγκάλιασμα•την ώρα θα γεννήσης ωραία τέκνα• και άκαρπη ποτέ δεν είναι η κλίνη των αθανάτων• θρέψε τα και γλυκανάστησέ τα. 250 τώρα εις το δώμα πήγαινε, σώπα, μη μ' ονομάσης• και συ μάθ' ότι εγνώρισες τον σείστη Ποσειδώνα». είπε και μες την θάλασσαν, οπ' άφριζ', εβυθίσθη. και τον Πελία γέννησεν αυτή και τον Νηλέα και ο Δίας τους ετίμησε• βασίλευε ο Πελίας 255 εις την Ιωλκό πολύαρνος, ο άλλος εις την Πύλο. και η δοξαστή βασίλισσα κατόπιν του Κρηθέα άλλους εγέννησεν υιούς, τον Αίσονα, τον Φέρη, τον Αμυθάν' ανίκητον εις την ιππομαχία.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη, ενδύθη, και το κοφτερότον ώμο έζωσε ξίφος. 'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 310 του Τηλεμάχου ωμίλησε καθήμενος σιμά του•

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης, και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία 260 θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου». Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις, 'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». 265

Κι όλο το χρόνο, στους βωμούς που φλογοκοκκινίζουν, κάνει θυσίες από μεριά βωδιών καλοθρεμμένων κ' εκείνος κ' η γυναίκα του· ευγενικιά γυναίκα, που σαν αυτή τον άντρα της καμμιά δεν αγκαλιάζει, γιατί τον έχει κι αδερφό γιατί τον έχει κι άντρα· έτσι κι ο γάμος έγινε των δυο των αθανάτων που η Ρέα τους εγέννησε για βασιλείς του Ολύμπου· και στρώνει το κρεββάτι τους, του Δία και της Ήρας, παρθένα η Ίρις, πλένοντας τα χέρια της με μύρα.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν