United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε σιγήσει ο φοβερός τυφών, και είχε κοπάσει η λαίλαψ, και η θάλασσα έβραζεν ακόμη, με υπόκωφον βοήν, δεχομένη τα χωματόχροα και θολά ρεύματα των χειμάρρων, και ο άσπιλος πόντος είχε μιανθή από της γης τας ύλας. Ο ήλιος είχε φανή εις μίαν γωνίαν του ουρανού, τα σύννεφα είχαν συμμαζευθή εις μίαν άλλην γωνίαν.

Και δύο εξ αυτών είχαν ξεκαμπίσει, και είχαν απομακρυνθή, και κατέβησαν από ένα υψηλόν κυρτόν βράχον, και έφθασαν εις την μικράν κόγχην, κάτωθεν του ιερού βήματος της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, οπόθεν αρχίζει ο φοβερός κάθετος κρημνός εις την θάλασσαν, διακοσίων οργυιών ύψος, κ' εκεί, αφού εβόσκησαν όλα τα κρίταμα όσα ηύραν, εβραχώθησαν κ' έμειναν, μη δυνάμεναι πλέον ν' αναβώσιν.

Κι έπειτα ο καιρός ήταν φοβερός και δεν μετακινήθηκε από τον τόπο του. Έβηχε, και ένας χαμάλης του έφερνε πότε πότε λίγο ζεστό γάλα. Τι καιρός ήταν; Τι καιρόςεπανέλαβε ο Τζατσίντο και σήκωσε το κεφάλι για να δει γύρω, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι η νύχτα ήταν όμορφη.

Ο Μιστόκλης, καθεύδων έως τότε, εξηγέρθη αίφνης έντρομος και διηγείτο εις την σύζυγόν του ότι ο Γέρων του Λυκαβηττού φοβερός και απάνθρωπος, με τον βαθύν λευκόν του πώγωνα και τον ποδήρη ρωσσικόν επενδύτην του, ενεφανίσθη πάλιν, και αφού τον εκύτταξε βλοσσυρώς εκραύγασεν: — Όπου φτωχός και η Μοίρα του.

Διότι έμπροσθέν των δεν ευρίσκετο πλέον γέρων προβεβηκώς, αλλ' άνθρωπος φοβερός, όστις απέσπα τας ψυχάς από τον κονιορτόν και τον φόβον διά να τας μεταφέρη μακράν. Και επανέλαβε: — Σπείρατε εν τοις δακρύοις, ίνα θερίσητε εν τη χαρά. Διατί να φρικιάτε προ της δυνάμεως του Κακού; «Παιδιά μου, εις τον Γολγοθάν είδα τον Θεόν να τον καρφώνουν επί σταυρού.

Κάπου εκεί φιλόστοργη καβουρομάνα έπαιζε λόγχες τα πόδια της, ανασκελομένη για να προφυλάξη τ' αυγά της. Παραπέρα η φώκια έρριχνε το βρωμερό αέρι του πισινού της δόλωμα για να σκάση το χταπόδι στο θαλάμι του· μα έξαφνα της άρπαζεν ο φοβερός αποκλαμός το μουσούδι κ' έσκαε θύμα της επιβουλής και της λαιμαργίας της.

Επειδή μαθόντας ο Σαπώρης τα γενάμενα τόσο τους στενοχώρησε και με ιππικό και μ' ελέφαντες, που έπιασε τις λεγεώνες φοβερός πανικός. Τους συμμαζεύει λοιπόν ο Ιοβιανός και ξεκινούν κατά τον Τίγρη. Φτάσαντας εκεί πρωτόδειξε την αδυναμία του με τους ταπεινωτικούς όρους που δέχτηκε από το Σαπώρη· όλη τη χώρα από τον Τίγρη και παρακείθε του την παραχώρησε.

Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγράψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον προς την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός μονοκόμματος γρανίτης αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου.

Και στον Αινεία χοίμηξε ο φοβερός Διομήδης, ξέροντας πως τον φύλαγε όχι άλλος, μόνε ο Φοίβος με το δεξύ του· μα κι' αφτόν τον αψηφούσε, κι' έτσι θεό μεγάλο, κι' έβλεπε πώς πάντα τον Αινεία να σφάξει, και την ξακουστή να πάρει αρματωσά του. 435 Τρεις έτσι χύθηκε φορές ζητώντας να τον σφάξει, και τρεις ο Φοίβος τούσπρωξε την λαμπρισμένη ασπίδα· μα κι' όταν τέταρτη όρμησε σα δαίμονας μονάχος, μπήγει ο Απόλλος μια φωνή μεγάλη και του κράζει «Για στάσου, λιοντόκαρδε Διομήδη και στοχάσου, 440 και μη ζητάς με τους θεούς να γίνεσαι ίσα κι' ίσα!

Θεά της σοφίας και της φρονιμάδας, και έφορη στα πολεμικά· επιτηδιότατη σε πολλά έργα, και ξεχωριστά στη υφαντική. Θυγατέρα του Δία γεννημένη από το κεφάλι του τελεία κόρη, και αρματομένη. έμεινε πάντοταις παρθένο· Ά ρ η ς Θεός του πολέμου. υγιός του Δία και της Ήρας· εχαίρονταν στους φόνους και στο αίμα. φοβερός στον πόλεμο. Ή φ α ι στ ο ς