United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κι' εφτύς να παραβγούν σηκώνουνται αλογάδες. Αρχύτερα ολωνών πολύ ο Έβμηλος σηκώθη, τ' Αδμήτου ο γιος, που πρώτεβε σ' αλογοσύνης τέχνη. Κατόπι του Τυδέα ο γιος σηκώθηκε, ο Διομήδης, 290 κι' άτια διο ζέβει Τρωϊκά, που τάχε απ' τον Αινεία άλλοτε αρπάξει, μα έσωσε το νοικοκύρη ο Φοίβος.

Κι' οι Τρώες πάλι οπλίστηκαν στο καμποβούνι απάνου 55 με στρατηγούς τον Έχτορα, το άξιο Πολυδάμα, και τον Αινεία, που θεό λες ο στρατός τον είχε, και μ' άλλους τρεις, τον Πόλυβο κι' Αγήνορα κι' Ακάμαλέφτερο νιό θεόμορφοπου γιοί είταν τ' Αντηνόρου· 60 κι' έτρεχε ομπρός ο Έχτορας βαστώντας την ασπίδα.

Κι' ο Φοίβος ένα φάντασμα σοφίστηκε, όμιο σ' όλα με τον Αινεία, και μ' αφτόν και στ' άρματα το ίδιο, 450 κι' ολόγυρα στο φάντασμα οι Δαναοί κι’ οι Τρώες τρυπούσαν τις βοϊδόπετσες στρογγυλωτές ασπίδες, και τις φτερόλαφρες προβιές στα στήθια ο ένας τ' άλλου.

Τότες η γελιαγάπητη της απαντά Αφροδίτη 375 «Με λάβωσε ο λιοντόκαρδος Διομήδης του Τυδέα, γιατί έβγαζα όξω απ' τη σφαγή το γιο μου, τον Αινεία, την πιο πολύτιμη ψυχή που λαχταρώ στον κόσμο. Γιατί δεν είναι η μάχη πια τώρα Αχαιών και Τρώων, μα αν αγαπάς οι Δαναοί και με θεούς χτυπιούνται380 Κι' η Διώνη, η σεβαστή θεά, της απαντάει διο λόγια «Παρ' το, παιδί μου, απόφαση, και μη σε τρώει η λύπη.

Μία ομιλία προ πάντων μου είχε αρέση· ήταν η διήγησις του Αινεία προς την Διδώ, και εξόχως εκεί όπου περιγράφεται ο φόνος του Πριάμου. Αν σώζεται εις την ενθύμησίν σου, άρχισε από τον ακόλουθον στίχον· άφησε, άφησε, να ιδώ· Ο σκληρόψυχος ο Πύρρος, το υρκανικό θηρίο· Δεν είν' έτσι· όμως με τον «Πύρρον» αρχίζει·

Των θεών βαριά η οργή πλακώνειΤότε ο λεβέντης Πάνταρος γυρίζει και του κάνει «Αινεία, δημογέροντα των αλογάδων Τρώων, 180 σαν το Διομήδη αφτόν εγώ τον απεικάζω σ' όλα, απ' την ασπίδα κρίνοντας κι' απ' το χαλκένιο κράνος κι' απ' τ' άτια· μα καλά θεός κι' αν είναι δεν κατέχω.

Τότες πάλι είπε του Λυκά ο γιος ο παινεμένος «Αινεία, ατός σου βάσταξτ' τα τα γέμια κι' άλογά σου. 230 Τι κάλια με τον αμαξά που ξέρουν θα τραβήξουν αν ίσως πάλι φέβγουμε τον τολμηρό Διομήδη, μήπως σκιαχτούνε κι' έπειτα κολλήσουν, κι' απ' τη μάχη δε θέλουν να μας βγάλουνε, ποθώντας τη φωνή σου, και τότε εμάς του αντρόκαρδου Τυδέα ο γιος χοιμήξει 235 και πάρει τα γοργά άλογα κι' εμάς μας πετσοκόψει.

Κι' απ' το βαθύπλουτο ιερό κι' ο Φοίβος τον Αινεία τους στέλνει, κι' έβαλε ζωή μες στ' αρχηγού τα στήθια. Κι' αφτός στους φίλους πάγαινε, και χάρηκαν εκείνοι άμα τον είδαν ζωντανός που ζύγωνε κι' ακέριος, 515 θάρρος γιομάτος, μα χωρίς και ναν του πουν δυο λόγια· τι η άλλη αμπόδιζε δουλιά που ο άγριος σήκωσε Άρης, κι' η Έριδα η αχόρταγη κι' ο Αργυροδοξάρης.

Αφτή μακριά απ' τις κονταριές το γιο της κουβαλούσε, και τις ορμήνιες δεν ξεχνάει ο γιος του Καπανέα, αφτές που του παράγγειλε ο φοβερός Διομήδης, 320 Μον τα μονόνυχά του ζα τα σταματάει αλάργα, όξω απ' τη μάχη, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι, κι' ορμάει και το καλότριχο ζεβγάρι του Αινεία πέρα τραβάει απ' των οχτρών στων Αχαιών το μέρος.