United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι μου το λέει αλάθεφτα εμένα αφτό η ψυχή μου· θα φέξει η μέρα μια φορά που θα χαθεί κι' η Τροία κι' ο βασιλιάς ο Πρίαμος κι' ο ξακουστός λαός του, 165 κι' αφτούς του Κρόνου ατός του ο γιος, θυμό γιομάτος μ' όλους, τη σκοτεινή απ' τα σύγνεφα θαν τους τραντάει φουρτούνα, αφτού του δόλου παιδεφτής.

Πάλε του Κρόνου ο γιος καρδιά ξανάβαλε στους Τρώες 335 κι' ίσια αμπώξαν τους Αχαιούς ως στο βαθύ χαντάκι, κι' έτρεχε ο Έχτορας φωτιά γιομάτος με τους πρώτους.

Θέλω με το χέρι το δικό μου το μετάξι της ζωής σου εγώ να κλώθω. Για μήνες μέσα στα σωθικά μου ένα κομμάτι από τον εαυτό σου, ζωντανεμένο να βαρύνη τα σπλάγχνα τα δικά μου θέλω, και να μου ρουφάη το αίμα διψασμένο. Σαν σύννεφο, που καταιγίδα το κυνηγάει, γιομάτος από ζόφο κι' από σκότος, σταματάει ο κάθε λόγος σου 'πάνω από την ψυχή μου.

Σκοπούς γιομάτος για έναν κι' άλλον, μικρόν μεγάλον, Σε κάθε μέρος, σε πάσα πράξι, θα βάλη τάξι· Με ένα λόγο παντού τρεχάτος, και πάντ γιάτος. Αυτά τ' ακούω, μον δεν ηξεύρω, πού να τον εύρω. Στην κατοικιά του να μη ζητήσης, αν τον θελήσης. Κι' αλλού να γύρης όπου ημπορέσης, θα τον αντέσης. Χ α χ λ α ν ά ς Χαρχαρούδα μη θυμόνεις, Και τα μάτια μου γκριλλόνεις, Να σκιαχτώ, να σε εντραπώ.

Κι' απ' το βαθύπλουτο ιερό κι' ο Φοίβος τον Αινεία τους στέλνει, κι' έβαλε ζωή μες στ' αρχηγού τα στήθια. Κι' αφτός στους φίλους πάγαινε, και χάρηκαν εκείνοι άμα τον είδαν ζωντανός που ζύγωνε κι' ακέριος, 515 θάρρος γιομάτος, μα χωρίς και ναν του πουν δυο λόγια· τι η άλλη αμπόδιζε δουλιά που ο άγριος σήκωσε Άρης, κι' η Έριδα η αχόρταγη κι' ο Αργυροδοξάρης.

Τι στο καραβοστάσι η Ήρα η αρχιθέαινα, κι' η Αθηνά η Παλλάδα, κι' ο σειστής πήγε Ποσειδός, κι' Ερμής ο αγωγιάτης που νους γερός το νιόθωρο κεφάλι του στολίζει· 35 μαζί κι' ο Ήφαιστος φωτιά γιομάτος κούτσα κούτσα ροβόλαε... κούτσα, μα γοργά του δρόμιζαν τα πόδια.

Μα αν πάρα σούναι μισητός τ' Ατρέα ο γιος, κι' εκείνος 300 κι' αφτά τα δώρα του, μα εμάς λυπήσου καν τους άλλους π' όλους μάς έσφιξε ο οχτρός, κι' εμείς θα σε τιμούμε σάμπως θεό· τι σ' ολωνών θ' ανυψωθείς τα μάτια — σ' το τάζωτώρα σφάζοντας τον Έχτορα, γιατί ήρθε κοντά πολύ, σαν πούναι τος γιομάτος άγρια λύσσα, 305 τι λέει, κανένας ίσος του δεν είναι απ' τους Αργίτες, όσοι κι' αν ήρθανε ως εδώ με την αρμάδα οχ τ' Άργος

Γιομάτος είμαι από φόβο κι' από τρόμο. Μυριάδες αγγέλων νοιώθω να μ' ανοίγουνε το δρόμο του μαρτυρίου. Έχει σήμερα η εκκλησία μεγάλο πανηγύρι.. Με τους πρωτότοκους της πίστεως στο ίδιο θε να πιω ποτήρι! Η ΜΑΝΝΑ. Τον ακούω να μιλά, όμως να τον κυττάξω δεν μπορώ. Σεις πήτε μου πώς είνε.

Ρέκαξ’ αυτός κι απ’ το θεό γιομάτος Άρη λυσσάει για αίμα, σα μαινάδα, μ’ άγρια μάτια° και πρέπει απ’ την ορμήν αυτού να φυλαχθούμε π’ από τώρα σκορπούν το φόβο οι κομπασμοί του.

Πώς ποταμός βουνόπεφτος γιομάτος το χειμώνα ορμάει στον κάμπο, από βροχή του Δία φουσκωμένος, και πλήθος ξεροπρίναρα, και κούτσουρα 'να πλήθος, σέρνει, και πλήθος στο γιαλό θυμάρια κατεβάζει· 495 έτσι όρμαε κι' έτσι σάρωνε τον κάμπο τότε ο Αίας κι' έσφαζε αθρώπους κι' άλογα.