United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον ώμο βρήκε τον δεξά, κι' εκείνος ξεφωνώντας πέφτει στα βούρκα ανάσκελα, και γύρω του οι συντρόφοι 290 σκορπούν, τι σ' όλους έβαλε μες στην ψυχή τρομάρα σα σκότωσε τον αρχηγό πούταν στη μάχη ο πρώτος. Και διώχνοντάς τους έσβυσε τις φλόγες, και το πλοίο έμεινε εκεί μισόκαφτο, και πόδισαν οι Τρώες. 294

Δε στέκουν τότες, μον σκορπούν κι' οι δυνατοί Λυκιώτες 659 όλοι, σαν είδαν κι' έπεσε στη μάχη ο βασιλιάς τους· κι' αρπούν τα όπλα οι Δαναοί απ' του νεκρού τους ώμους, 663 αχτιδοβόλα χάλκινα, που σ' ένα διο συντρόφους τάδωκε του Μενοίτη ο γιος ναν του τα παν στα πλοία. 665

Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε• «Δεν έχω εγώτα στήθη μου τέτοιαν ψυχήν, ω ξένε, 'που να χωλεύωμ' άδικα' καλ' είναιόλα η τάξι• 310 και άμποτε ο Δίας, η Αθηνά, και ο Απόλλωνας να κάμουν τέτοιος, ως είσαι, σύμφωνος μ' ό,τ' η ψυχή μου θέλει, την κόρη μου να πάρης συ, να ονομασθής γαμβρός μου, κ' εδώ να μένης• κτήματα θα σου 'διδα και σπίτι, αν έμενες αυτόθελα• κανένας των Φαιάκων 315 δεν θα σε βιάση να σταθής• μη δώση τούτ' ο Δίας. και μάθε ότι αποφάσισα να σε ξεπροβοδήσω αύριο και θα 'σαι τότε συτον ύπνο βυθισμένος, και αυτοί σιγά την θάλασσα θα σχίζουν ως να φθάσηςτην γην σου, 'ς το παλάτι σου, 'ς όποιο σ' αρέσει μέρος, 320 και αν πολύ μακρύτερα και από την Εύβοιαν είναι, 'που εις άκρη κόσμου ευρίσκεται, ως οι 'δικοί μας λέγουν, οπού την είδαν, ότ' εκεί τον ξανθομάλλη έφεραν Ραδάμανθυ, τον Τιτυό να ευρή, της Γης τον γόνο. και όμως έπλευσαν ως εκεί, και χωρίς κόπο φθάσαν 325 μονοημερής, κ' εγύρισαν οπίσω εις την πατρίδα. τότε θα ιδής τα πλοία μου, και οι νέοι πόσο αξίζουν, και πώς την θάλασσα σκορπούν με του κουπιού την σπάθη».

Τότε όπως διο θεριά άξαφνα σε μάβρης νύχτας πίσσα πλακώνουν κι' άπειρο σκορπούν προβάτινο κοπάδι η μουγκροβόδικο σωρό ενώ ο τσοπάνης λείπει· 325 έτσι άναντρα έφυγαν κι' αφτοί, γιατί τρομάρα ο Φοίβος τους έβαλε μες στην καρδιά και δόξαζε τους Τρώες. Κι' έσφαξε τότε ο Έχτορας το Στίχη κι' Αρκεσίλα, 329 τον ένα των χαλκόφραχτων πρωτάρχο Βοιωτώνε, 330 τον άλλο τ' άξιου Μηκιστιά συντρόφι μπιστεμένο.

Γύρισε τότες κι' έκραξε προς το στρατό των Τρώων να μπούνε απάνου απ' το τειχί· κι' εκείνοι ακούν το λόγο, κι' άλλοι από πάνου μονομιάς πηδούσαν, άλλοι πάλι χύνουνταν μέσα απ' τη μπασιά. Σκορπούν τότε οι Αργίτες 470 κατά τα πλοία εδώ κι' εκεί, και γόνα πήγε ο κρότος.

Έτσι είπε, κι' όλοι παίνεσαν το λόγο οι βασιλιάδες, 710 και τον αλογομερωτή καμάρωσαν Διομήδη. Και τότες στάζουν και σκορπούν τριγύρω στα καλύβια, κι' εκεί πλαγιάζουν, μια σταλιά τον ύπνο να χαρούνε. Κι' οι άλλοι στρατηγοί κοντά στα πλοία, καρωμένοι από βαθύ ύπνο μαλακό, ολονυχτύς κοιμούνταν· μα πού τ' Ατρέα ο άξιος γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους, να κλείσει μάτι που πολλές τον μαρτυρέβανε έγνιες!

Έτσι είπε, και τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε. Και χέρι χέρι ετοίμασαν δείπνο ο καθείς και πήραν 55 να φάνε, δίχως τίποτα π' ορέγουνταν να λείπει. Κι' αφού τους χόρτασε η καρδιά καλά το φαγοπότι, σκορπούν, και στην καλύβα του πάει ο καθείς να γύρει.

Ρέκαξ’ αυτός κι απ’ το θεό γιομάτος Άρη λυσσάει για αίμα, σα μαινάδα, μ’ άγρια μάτια° και πρέπει απ’ την ορμήν αυτού να φυλαχθούμε π’ από τώρα σκορπούν το φόβο οι κομπασμοί του.